11.3.08

Η Trusted Computing και η τεχνολογική εξάρτηση (II)

Στο πρώτο μέρος αυτού του άρθρου ρίξαμε μια συνοπτική ματιά στην τεχνολογία που ονομάζεται Trusted Computing (TC), στα οφέλη που προσφέρει αλλά και στους προβληματισμούς που προκαλεί [28, 29 , 39, 45, 21, 41]. Είδαμε ότι οι προβληματισμοί πηγάζουν από την αλλαγή των σχέσεων εμπιστοσύνης (ο χρήστης σαν “εχθρός” [38]) και ελέγχου (περιορισμός του ελέγχου του χρήστη / ιδιοκτήτη στην περιουσία του [32, 33, 36]), αλλά και από τον υποβιβασμό του υπολογιστή σαν χρηστικού εργαλείου.

Στο δεύτερο αυτό μέρος θα επιχειρήσω να παρουσιάσω μερικούς από τους προβαλλόμενους κινδύνους από την κακή εφαρμογή της TC, από την σκοπιά των συνεπειών τους:

Α. Επιδράσεις στον ανταγωνισμό, την καινοτομία και την οικονομία.

Όπως αναφέρθηκε στο πρώτο μέρος η TC δίνει την τεχνική δυνατότητα επιβολής της χρήσης ενός συγκεκριμένου προγράμματος για κάποιον συγκεκριμένο σκοπό. Παρόμοιες προσπάθειες δεν είναι βέβαια πρωτόγνωρες στην αγορά πληροφορικής. Πριν από μερικά χρόνια ήταν της μόδας αρκετοί δικτυακοί τόποι (με την προτροπή / καθοδήγηση εταιρειών λογισμικού) να προσπαθούν να επιβάλουν την χρήση συγκεκριμένων προγραμμάτων περιήγησης (browsers) με το να μην δέχονται να «σερβίρουν» τις σελίδες σωστά ή και καθόλου στα άλλα προγράμματα περιήγησης. Η αγορά - που γενικά προτιμά τα ανοιχτά πρότυπα - βρήκε εύκολα την λύση: οι άλλοι browsers συνδέονταν στον δικτυακό τόπο «παριστάνοντας» τον προτιμούμενο browser. Κάτι τέτοιο όμως θα είναι σχεδόν αδύνατο από ένα υπολογιστή με TC καθώς η «εξ’ αποστάσεως πιστοποίηση» θα προδίδει την ταυτότητα του προγράμματος με σχεδόν απόλυτο βαθμό βεβαιότητας και χωρίς ο χρήστης να μπορεί να την παρακάμψει.

Κατά παρόμοιο τρόπο μία εταιρεία Α που κυριαρχεί στο χώρο των επεξεργαστών κειμένου θα μπορούσε να επιβάλει την χρήση του δικού της προγράμματος για το διάβασμα αρχείων συγκεκριμένης μορφής (πχ. .doc) κρυπτογραφώντας τα αρχεία με δικά της κλειδιά. Ένας οργανισμός Β που θα αποφάσιζε αργότερα να χρησιμοποιήσει ένα διαφορετικό πρόγραμμα για τον ίδιο σκοπό θα διαπίστωνε ότι δεν μπορεί να μετατρέψει τα ήδη υπάρχοντα αρχεία του χωρίς την συγκατάθεση της εταιρείας Α, που θα μπορούσε για παράδειγμα να τον χρεώσει για τα προγράμματα μετατροπής. Πολλά παρόμοια και χειρότερα σενάρια έχουν προταθεί αλλά όλα έχουν έναν κοινό παρανομαστή: την στρέβλωση του ανταγωνισμού μέσω της επιβολής χρήσης ενός συγκεκριμένου προγράμματος [4, 30]. Πολλές από τις πρακτικές αυτές βέβαια παραβιάζουν τους νόμους περί ανταγωνισμού, καθώς αποκλείουν άλλες εταιρείες του χώρου από την αγορά. Το πρόβλημα είναι ότι οι σχετικές νομικές διαδικασίες είναι συνήθως πολύ χρονοβόρες και οι καθυστερήσεις σε μία αγορά σαν της πληροφορικής μπορούν να αποβούν μοιραίες για τον ανταγωνιστή (συνήθως χρεοκοπεί) ακόμα και αν στο τέλος δικαιωθεί. (Παράδειγμα: Η Netscape δικαιώθηκε κατά της Microsoft αλλά δεν υπάρχει πλέον). Επιπλέον η νομική οδός είναι συνήθως απαγορευτική για τις μικρές εταιρείες. Η τεχνική λύση που χρησιμοποιείται σε πολλές παρόμοιες περιπτώσεις είναι αυτή της ανάλυσης (reverse engineering) του προϊόντος ή των αρχείων του για την αποκάλυψη των «μυστικών» του. Είναι μάλιστα τέτοια η σημασία της λύσης αυτής για το ανταγωνισμό που παρόλο που τέτοια ανάλυση προγραμμάτων είναι για πολλές χρήσεις παράνομη, επιτρέπεται από τις νομοθεσίες των περισσοτέρων χωρών όταν γίνεται αποκλειστικά για να εξασφαλίσει την συνεργασία / επικοινωνία μεταξύ προγραμμάτων κτλ. Έτσι για παράδειγμα η κοινότητα ανοιχτού λογισμικού και κάποιοι ανταγωνιστές μπόρεσαν να δημιουργήσουν προγράμματα ανταγωνιστικά του Microsoft Office που να μπορούν να συνεργάζονται μαζί του παρόλο που ήταν ένα κλειστό πρότυπο. Μέσω της TC όμως το reverse engineering καθίσταται τεχνικά σχεδόν αδύνατο ακόμα και αν είναι νομικά επιτρεπτό, κόβοντας και τον πλάγιο δρόμο για την προάσπιση του ανταγωνισμού.

Ο οργανισμός Β όμως μπορεί να αντιμετωπίσει σοβαρά προβλήματα ακόμα και αν η εταιρεία Α δεν αποφασίσει υπέρ μίας τέτοιας κατάφωρης κατάχρησης της TC. Σαν παράδειγμα ο καθηγητής Anderson [28, 29] αναφέρει ένα μεγάλο δικηγορικό γραφείο το αρχείο του οποίου αποτελείται πιθανώς από δεκάδες χιλιάδες ηλεκτρονικά έγγραφα που του έχουν σταλεί από μερικές χιλιάδες διαφορετικές πηγές. Εάν τα έγγραφα αυτά έχουν δημιουργηθεί με χρήση της υποδομής TC δεν αποτελούν ουσιαστικά ιδιοκτησία του γραφείου αλλά των αποστολέων που μπορεί να έχουν εκχωρήσει περιορισμένα δικαιώματα, πχ. ανάγνωσης μόνον. Εάν το γραφείο αποφασίσει στο μέλλον την χρήση ενός ανταγωνιστικού επεξεργαστή κειμένου θα βρεθεί στην δυσάρεστη θέση να χρειάζεται ψηφιακά πιστοποιητικά (signed digital certificates) από όλους τους αποστολείς προκειμένου να μπορεί να μετατρέψει τα αρχεία σε άλλη μορφή, με δυσβάστακτο φυσικά κόστος. Πρόκειται στην ουσία για ένα πολύ ιδιότυπο «κλείδωμα» (vendor lock-in) στο προϊόν της εταιρείας Α, χωρίς η εταιρεία που ωφελείται να μπορεί να θεωρηθεί άμεσα υπεύθυνη. Δεν είναι δύσκολο να αντιληφθεί κανείς ότι η εταιρεία λογισμικού αποκτά έτσι έναν πολύ σημαντικό μοχλό πίεσης έναντι των πελατών της, με σοβαρές οικονομικές συνέπειες. Θα μπορούσε για παράδειγμα να επιβάλει δυσμενείς οικονομικούς όρους αδειοδότησης (licensing) του προγράμματος σίγουρη ότι οι πελάτες θα σκεφτούν διπλά την χρήση ενός ανταγωνιστικού προϊόντος.

Αυτή η υπερσυγκέντρωση ισχύος στους κατασκευαστές των εφαρμογών αλλά και τους ελέγχοντες την τεχνολογία TC θα έχει δυνητικά και άλλες σοβαρές συνέπειες για την αγορά λογισμικού. Συνήθως γύρω από τις μεγάλες εφαρμογές δημιουργείται μια πλειάδα χρήσιμων και πολλές φορές καινοτόμων συμπληρωμάτων από μικρότερους κατασκευαστές: μικρότερες εφαρμογές που επεξεργάζονται τα δεδομένα της κύριας εφαρμογής, πρόσθετα (add-ons / plug-ins / extensions) κτλ. Καθώς όμως με την TC o έλεγχος των παραγόμενων δεδομένων ανήκει αποκλειστικά στον κατασκευαστή της κύριας εφαρμογής επαφίεται σε αυτόν να αποφασίσει σε ποιους μικρότερους θα επιτρέψει πρόσβαση στο «οικοσύστημα» και υπό ποιους όρους.

Οι ελέγχοντες την υποδομή TC όμως έχουν και άλλους τρόπους να στριμώξουν τις μικρότερες εταιρείες ή τους ανεξάρτητους κατασκευαστές, εάν το επιθυμούν. Θα μπορούσαν για παράδειγμα να απαιτήσουν, με πρόσχημα την ασφάλεια, κάποια διαδικασία πιστοποίησης (certification) ότι τα προγράμματα υλοποιούν σωστά τις αρχές της TC πριν τους επιτραπεί να «τρέξουν» στην νέα πλατφόρμα, δημιουργώντας πρόσθετα οικονομικά βάρη. Μια παρόμοια πρακτική ακολουθείται από χρόνια από τους κατασκευαστές κινητών τηλεφώνων για κάποιες ανεξάρτητες εφαρμογές.

Κάποια πιο ακραία σενάρια θέλουν τον κατασκευαστή του λειτουργικού συστήματος να μην επιτρέπει την εκτέλεση εφαρμογών [41] που είτε δεν είναι TC, είτε είναι ανοιχτού λογισμικού, είτε απλά βρίσκονται στην «μαύρη λίστα» του. Έτσι το λειτουργικό σύστημα θα μπορούσε να μπλοκάρει την εκτέλεση προγραμμάτων εκσφαλμάτωσης (debuggers), αν ο χρήστης δεν πληρώσει και δηλωθεί για κάποια άδεια ανάπτυξης εφαρμογών, με το πρόσχημα ότι τα εργαλεία αυτά μπορούν να χρησιμοποιηθούν και από αυτούς που «σπάνε» και αντιγράφουν προγράμματα (crackers). Ή θα μπορούσε να μπλοκάρει προγράμματα ιδιωτικής επικοινωνίας (πχ. Virtual Private Networks) ή ανταλλαγής αρχείων (peer-to-peer) κατόπιν πίεσης από την μουσική ή κινηματογραφική βιομηχανία για λόγους αντιμετώπισης της πειρατείας (άσχετα αν τα εν λόγω προγράμματα έχουν και άλλες εφαρμογές).

Τα σενάρια αυτά προβληματίζουν ιδιαίτερα την κοινότητα του λεγόμενου ανοιχτού λογισμικού που φοβάται ότι η TC είναι το εργαλείο που περίμεναν οι εταιρείες παραγωγής «κλειστού» λογισμικού (proprietary software) για να την πετάξουν έξω από το παιχνίδι. Σύμφωνα μάλιστα με κάποιες απόψεις [40, 31, 32] η χρήση κάποιων πρακτικών σε συνδυασμό με την TC θα μπορούσε να ακυρώσει ουσιαστικά την ικανότητα των αδειών ανοιχτού λογισμικού να προστατεύουν τον ελεύθερο χαρακτήρα της πνευματικής ιδιοκτησίας της κοινότητας. Ακόμα χειρότερα, μέρος αυτής της ιδιοκτησίας θα μπορούσε να περάσει στα χέρια κάποιων εταιρειών, που θα οικειοποιηθούν έτσι την εθελοντική εργασία χιλιάδων δημιουργών ανά τον κόσμο. Πέρα από το ηθικό ζήτημα κάτι τέτοιο θα είχε και πολύ σοβαρές οικονομικές συνέπειες καθώς το λογισμικό αυτό χρησιμοποιείται από ένα μεγάλο - και διαρκώς αυξανόμενο - αριθμό ιδιωτικών και κρατικών υπηρεσιών ανά τον κόσμο.

Αν τα ακραία αυτά σενάρια είναι ακόμα μακριά κάποιες άλλες ιδέες μπορεί να βρίσκονται κοντά στο στάδιο υλοποίησής τους. Σύμφωνα με κάποιες πληροφορίες, μεγάλες εταιρείες λογισμικού προσανατολίζονται να προσφέρουν στους χρήστες υπολογιστές - και ενδεχομένως άλλες ψηφιακές συσκευές - σε πολύ χαμηλές τιμές ή ακόμα και δωρεάν. Οι υπολογιστές αυτοί θα είναι από κατασκευής, με χρήση της TC, «κλειδωμένοι» να τρέχουν συγκεκριμένα προγράμματα μόνο, που θα μοσχοπωλούνται εν συνεχεία στους αγοραστές από την ίδια την εταιρεία ή τους επιλεγμένους συνεργάτες / υποκατασκευαστές της. Παρόμοιο επιχειρηματικό μοντέλο (business model) χρησιμοποιείται εδώ και χρόνια για τις κονσόλες βιντεοπαιχνιδιών , στην περίπτωση όμως των προσωπικών υπολογιστών οι προσδοκίες των χρηστών είναι εντελώς διαφορετικές. Οι χρήστες αυτοί θα ανακαλύπτουν - εκ των υστέρων - ότι οι δυνατότητες επιλογής τους είναι πολύ περιορισμένες και το τι μπορούν να κάνουν και τι όχι με τον νέο τους υπολογιστή είναι προαποφασισμένο. Το πραγματικό πρόβλημα όμως είναι ότι το μοντέλο αυτό θα έχει ανυπολόγιστες συνέπειες για την αγορά λογισμικού που μετατρέπεται εν δυνάμει ουσιαστικά σε μία ελεγχόμενη αγορά: Λογισμικό θα μπορούν να πωλούν μόνο οι συνεργαζόμενοι με την μεγάλη εταιρεία που ελέγχει το σχήμα και με τους δικούς της όρους.

Τα λίγα αυτά παραδείγματα αναδεικνύουν ελπίζω τις σοβαρές συνέπειες που μπορεί να έχει η κακή χρήση της TC στο ανταγωνισμό και την καινοτομία [46]. Η αγορά λογισμικού όμως (και των συναφών «νέων τεχνολογιών» γενικότερα), είναι εδώ και δεκαετίες τόσο δυναμικά αναπτυσσόμενη ακριβώς γιατί βασίζεται στις αρχές του ελεύθερου ανταγωνισμού και εκτιμά τα ανοιχτά πρότυπα. Είναι ανοικτή στην τεχνολογική καινοτομία, κύριοι εκφραστές της οποίας είναι τις περισσότερες φορές μικρές και νέες στο χώρο εταιρείες ή και μεμονωμένα άτομα [47]. Μια πιθανή χαλιναγώγησή της θα ωφελούσε πολύ λίγους και θα ζημίωνε παγκοσμίως πάρα πολλούς.

Β. Νομικά κωλύματα

Το γεγονός ότι η TC μπορεί να δημιουργήσει έγγραφα που ουσιαστικά δεν ανήκουν σε αυτόν που τα έχει υπό την φυσική κατοχή του ή που είναι ανακλήσιμα δημιουργεί νομικής φύσεως ανησυχίες. Και αυτό γιατί τα ηλεκτρονικά έγγραφα αποτελούν σήμερα αποδεικτικά στοιχεία για κάθε είδους σκοπό - από μία απλή συναλλαγή μέχρι μια μεγάλη λογιστική / δικαστική έρευνα - και σε κάποιες περιπτώσεις αποτελούν υποκατάστατα φυσικών εγγράφων με νομική ισχύ. Στην πιο απλή περίπτωση κάποιος ανύποπτος χρήστης θα δεχθεί ένα τέτοιο έγγραφο σαν απόδειξη συμβολαίου, μόνο και μόνο για να διαπιστώσει αργότερα ότι το έγγραφο είτε δεν υπάρχει πια ως δια μαγείας στον σκληρό του δίσκο ή δεν μοιάζει με αυτό που είχε αρχικά αποδεχθεί. Ακόμα χειρότερα ένας υφιστάμενος (μηχανικός, γιατρός) θα κατηγορηθεί άδικα για κάποιο ατύχημα παρόλο που είχε ειδοποιήσει για τους κινδύνους τους ανωτέρους του με email που έπαψαν να υπάρχουν [28, 29, 41]. Σε ευρύτερη κλίμακα ο καθένας μπορεί να φανταστεί πόσο χρήσιμος είναι ένας τέτοιος μηχανισμός σε ένα οργανισμό που θέλει να καλύψει τα βρώμικα ίχνη του από τον νόμο, σε περιπτώσεις πχ. χρηματιστηριακής απάτης (όπως οι δεκάδες τέτοιες υποθέσεις που ερευνήθηκαν παγκοσμίως τα τελευταία χρόνια), μονοπωλίων και τραστ κτλ [30]. Σε όλες αυτές τις έρευνες οι αρχές βασίζονται σε ανάλυση ηλεκτρονικών έγγραφων και ταχυδρομείου. Έτσι η χρήση της TC για την δημιουργία πχ. ανακλήσιμων email (μια από τις εφαρμογές που προβάλλονται), μπορεί να παραβιάζει ποικιλία διατάξεων της σχετικής νομοθεσίας ή να απαιτεί την αναθεώρηση της, μιας και δημιουργούνται σοβαρά ζητήματα στην δυνατότητα καταλογισμού ευθυνών και αναζήτησης ενόχων.

Γ. Απώλεια ιδιωτικότητας.

Δύο είναι τα κύρια χαρακτηριστικά της TC που προκαλούν σοβαρές ανησυχίες όσον αφορά την ιδιωτικότητα και την προστασία των προσωπικών δεδομένων: Πρώτον, το γεγονός ότι η κάθε ψηφιακή συσκευή μπορεί να αναγνωρίζεται κατά μοναδικό τρόπο και δεύτερον το ότι ο χρήστης δεν μπορεί να γνωρίζει επακριβώς τι κάνει το λογισμικό που εκτελείται στον υπολογιστή του.

Ένας browser ή κάποια άλλη δικτυωμένη εφαρμογή θα μπορούσε να στέλνει τον μοναδικό αριθμό του υπολογιστή στους δικτυακούς τόπους που ο χρήστης επισκέπτεται (πιθανότατα κατόπιν αίτησης) κάνοντας εύκολη την αναγνώριση του υπολογιστή που συνδέεται. Εάν μάλιστα ο αριθμός αυτός έχει συνδεθεί και με το όνομα του ιδιοκτήτη, πχ. κατά την διαδικασία απόκτησης εγγύησης, τότε χάνεται και το σημαντικότερο όπλο διαφύλαξης της ιδιωτικότητας: η ανωνυμία. Ακόμα χειρότερα κάποια εφαρμογή θα μπορούσε να συλλέγει κρυφά από τον χρήστη και να στέλνει σε συγκεκριμένους παραλήπτες σημαντικά προσωπικά στοιχεία: τι προγράμματα έχει εγκατεστημένα, τι ηλεκτρονικά βιβλία διαβάζει, τι μουσική ακούει, ποιους δικτυακούς τόπους χρησιμοποιεί κτλ. Προσέξτε ότι εδώ δεν μιλάμε για κάποιο κακόβουλο πρόγραμμα που έχει παρεισφρήσει λαθραία στον υπολογιστή αλλά για εφαρμογές ευυπόληπτων κατασκευαστών που παράλληλα με το κύριο έργο τους συλλέγουν και τα προαναφερθέντα στοιχεία.

Τα σενάρια αυτά δεν ανήκουν στην σφαίρα του φανταστικού. Η συλλογή προσωπικών στοιχείων είτε από τον κυβερνοχώρο είτε με άλλους τρόπους κυρίως για λόγους μάρκετινγκ κτλ. είναι σήμερα μια πολύ μεγάλη αγορά με εξειδικευμένες εταιρείες. Οι πρακτικές μάλιστα πολλών από τις εταιρείες αυτές αλλά και το που καταλήγουν τελικά τα δεδομένα απασχολούν σχεδόν καθημερινά τις σχετικές αρχές. Μία πιο «προχωρημένη» δραστηριότητα, κυρίως στις ΗΠΑ, είναι ο συνδυασμός των στοιχείων για την δημιουργία επώνυμων «προφίλ» που πωλούνται στην συνέχεια σε ενδιαφερόμενους (πχ. εργοδότες). Η φύση βέβαια του Διαδικτύου είναι τέτοια που κάνει αυτή την διασταύρωση στοιχείων δύσκολη, αλλά αυτό μπορεί μάλλον να αλλάξει με χρήση της TC.

Αλλά ούτε και οι εφαρμογές «κατάσκοποι» είναι σπάνιες. Η σύντομη ιστορία του Διαδικτύου έχει καταγράψει αρκετές περιπτώσεις προγραμμάτων που επιχειρούσαν να στείλουν πληροφορίες στην «βάση» τους (“call home”). Αυτό που έκανε τελικά τις εταιρείες λογισμικού να εγκαταλείψουν την πρακτική αυτή και να ζητούν την άδεια του χρήστη για την αποστολή δεδομένων ήταν η αποκάλυψη, μέσω ανάλυσης του λογισμικού και των επικοινωνιών του, και η κατακραυγή που ακολούθησε. Με χρήση της TC όμως η εσωτερική λειτουργία και οι επικοινωνίες του προγράμματος γίνονται αδιαφανής υπόθεση. Ο χρήστης δεν μπορεί να έχει καμία ιδέα ή έλεγχο για το τι κάνει το λογισμικό του και σε ποιόν αποκαλύπτει την ταυτότητα του.

Αναγνωρίζοντας τα πιθανά προβλήματα ιδιωτικότητας, οι ίδιοι οι συγγραφείς της προδιαγραφής TC πρόσθεσαν στην έκδοση 1.2 της προδιαγραφής την δυνατότητα «ανωνυμοποίησης» της «εξ’ αποστάσεως πιστοποίησης» (Direct Anonymous Attestation), που δεν φαίνεται όμως να εξασφαλίζει ανωνυμία σε όλες τις περιπτώσεις (δείτε παρακάτω).

Δ. Επιπτώσεις στην δημοκρατία και την ελευθερία έκφρασης.

Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι τεχνολογίες σαν την TC είναι το όνειρο του κάθε υπευθύνου λογοκρισίας, που θα έχει πλέον και την τεχνική δυνατότητα - πέραν της νομικής - να απαγορεύσει την διάθεση / ανάγνωση / θέαση ενός ηλεκτρονικού έργου. Αν αναλογιστούμε μάλιστα ότι στο εγγύς μέλλον όλο και περισσότερα έργα θα έχουν ηλεκτρονική μορφή (βιβλία, ψηφιακός κινηματογράφος κτλ.) αντιλαμβανόμαστε εύκολα το μέγεθος του κινδύνου. Εκεί όμως που τα σενάρια γίνονται πραγματικά εφιαλτικά είναι σε θέματα ελευθερίας της πολιτικής έκφρασης. Ήδη ένα πολύ μεγάλο ποσοστό της πληροφορίας που έχει πολιτική σημασία διακινείται ηλεκτρονικά. Ο προσωπικός υπολογιστής είναι το βασικό εργαλείο του κάθε δημοσιογράφου, πολιτικού συγγραφέα ή υπεύθυνου πολιτικής επικοινωνίας. Το Διαδίκτυο είναι βασικό μέσο διάδοσης ειδήσεων και ιδεών, δημιουργίας κοινοτήτων με πολιτικούς στόχους και συντονισμού της δράσης τους, εργαλείο για προεκλογικές καμπάνιες με χαμηλό κόστος κτλ. Αποτελεί πραγματικό βήμα ελεύθερης έκφρασης για τον κάθε σκεπτόμενο πολίτη που δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει πιο επίσημα κανάλια (ΜΜΕ, τύπο). Κάθε λογής πολιτικές κινήσεις, ακόμη και επαναστάσεις, έχουν βασιστεί τα τελευταία χρόνια στον συντονισμό μέσω του δικτύου ή των κινητών τηλεφώνων ενώ τα ηλεκτρονικά μέσα είναι συχνά ο μόνος τρόπος πληροφόρησης του υπόλοιπου κόσμου για το τι γίνεται εντός των τειχών ολοκληρωτικών χωρών. Αλλά και στις δημοκρατικές κοινωνίες ουκ ολίγες κυβερνήσεις βρέθηκαν υπόλογες λόγω διαρροής ηλεκτρονικών εγγράφων. Το πρόβλημα είναι ότι η TC δίνει την δυνατότητα κεντρικού ελέγχου της παραγόμενης και διακινούμενης ψηφιακής πληροφορίας [28, 29, 45]. Στην πιο ακραία περίπτωση ένα ολοκληρωτικό καθεστώς μπορεί να απαιτήσει να ορίζει το ίδιο τα ψηφιακά κλειδιά όλων των υπολογιστών που πωλούνται στην χώρα. Έτσι οποιοδήποτε ενοχλητικό κείμενο θα εξαφανίζεται μαγικά από την κυκλοφορία ή θα γίνεται μη αναγνώσιμο ενώ ο συγγραφέας του θα εντοπίζεται με ευκολία (μη ξεχνάτε ότι τα κλειδιά είναι μοναδικά). Αλλά και σε ελεύθερα καθεστώτα που δεν θα υπάρχει κρατικός έλεγχος των κλειδιών τα πράγματα δεν είναι καλύτερα. Εδώ οι δικαστικές ή άλλες αρχές μπορεί να απαιτήσουν από ένα συγγραφέα να αποσύρει (κυριολεκτικά) ένα ενοχλητικό κείμενο του με πρόσχημα πχ. την δημόσια ασφάλεια ή γιατί κρίθηκε συκοφαντικό. Ο διευθυντής μιας ηλεκτρονικής εφημερίδας που αποστέλλεται με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο (κάτι πολύ πιθανό στο κοντινό μέλλον) μπορεί πχ. να υποκύψει σε πολιτικές πιέσεις να αποσύρει ή ακόμα και να αλλάξει εκ των υστέρων όλα τα αντίγραφα που διανεμήθηκαν ακόμα και αν αυτά βρίσκονται ήδη στον σκληρό δίσκο των πελατών! Μάλιστα μιας και η υποδομή της TC εν γένει δεν ελέγχεται από τον τελικό χρήστη οι ενδιαφερόμενες αρχές μπορούν να παρακάμψουν εντελώς τον συγγραφέα και να ελέγχουν την πληροφορία απλά με την σύμπραξη των εταιρειών υλικού / λογισμικού. Τέλος η κάθε κρατική υπηρεσία μπορεί να βασίζεται στην TC για να καλύπτει τα άπλυτά της καθώς μπορεί να διαβαθμίσει τα έγγραφα έτσι ώστε να μην μπορούν να μεταφερθούν εκτός των Η/Υ του γραφείου.

Ε. Χρήση σαν εργαλείο εξωτερικής πολιτικής.

Ο σύγχρονος πολιτισμός μας εξαρτά όχι μόνο την ευημερία του αλλά και την ίδια την επιβίωση του από την ψηφιακή τεχνολογία. Τα πάντα σήμερα από το τραπεζικό σύστημα και την γραφειοκρατική μηχανή του κράτους μέχρι τα εργοστάσια ηλεκτροπαραγωγής και τις εγκαταστάσεις υδροδότησης εξαρτώνται από υπολογιστές κάποιας μορφής και η εξάρτηση αυτή αυξάνεται ταχύτατα χρόνο με τον χρόνο. Παρόλο όμως που η τεχνολογία χρησιμοποιείται πλέον από τις περισσότερες χώρες του κόσμου παράγεται από πολύ λιγότερες. Ο δε «σκληρός πυρήνας» της - επεξεργαστές και αλλά ηλεκτρονικά, μεταξύ των οποίων και η υποδομή της TC - σχεδιάζεται από σχετικά λίγες εταιρείες από χώρες που μετριούνται στα δάκτυλα του ενός χεριού. Το γεγονός αυτό δημιουργεί έναν απαράμιλλης ισχύος μοχλό πολιτικής πίεσης και σε συνδυασμό με τον εξ’ αποστάσεως έλεγχο που επιτρέπει η TC μπορεί να μετατραπεί σε πραγματικό όπλο. Προσέξτε ότι δεν μιλάμε εδώ απλά για μια χώρα Α που διακόπτει πώληση εξοπλισμού ή ανταλλακτικών σε μια άλλη Β λόγω μιας μεταξύ τους κρίσης (έχει συμβεί συχνά μέχρι τώρα), αλλά για εξοπλισμό που έχει ήδη νόμιμα η Β και ξαφνικά δεν δουλεύει. Η απειλή «θα σας γυρίσουμε στην λίθινη εποχή» αποκτά πλέον άλλο νόημα [28, 29]. Αλλά και σε λιγότερο ακραίες καταστάσεις η «αδιαφάνεια» των προγραμμάτων λόγω TC δημιουργεί σοβαρά προβλήματα στην προστασία ευαίσθητων δεδομένων. (Δείτε εδώ [48] για κάποια σχετική παλαιότερη περίπτωση όπου η χρήση TC θα εμπόδιζε την αποκάλυψη).

Τα ερωτήματα που προκύπτουν βέβαια είναι πόσο πιθανά είναι τα παραπάνω σενάρια αλλά και πόσο άμεσοι είναι οι σχετικοί κίνδυνοι. Κατά την γνώμη μου τα πιο ακραία από αυτά είναι μάλλον απίθανα, τουλάχιστον για το εγγύς μέλλον και για τον δημοκρατικό κόσμο, καθώς θα προκαλούσαν πολύ μεγάλες αντιδράσεις. Ήδη η εφαρμογή της TC στην πλήρη μορφή της φαίνεται να έχει καθυστερήσει σημαντικά κυρίως λόγω των αντιδράσεων της τεχνολογικής κοινότητας. Κατά παρόμοιο τρόπο άλλες ιδέες ή πρακτικές που επιχειρήθηκε να «περάσουν» στον τεχνολογικό κόσμο, «κουτσουρεύτηκαν» ή και αποσύρθηκαν εντελώς εν μέσω γενικής κατακραυγής. Αν όμως τα σενάρια για κατάλυση της δημοκρατίας είναι απίθανα, αυτά που αφορούν την λειτουργία της ελεύθερης αγοράς, την απόκρυψη βρώμικων μυστικών ή την χρήση της τεχνολογίας ως «όπλου» δεν είναι και απαιτούν προσοχή.

Σκοπός μου συνεπώς εδώ δεν είναι να κινδυνολογήσω κατά της TC, αλλά να την χρησιμοποιήσω ως παράδειγμα για να τονίσω ότι ο ρόλος που παίζει πλέον η τεχνολογία σε κάθε πτυχή της κοινωνικής ζωής είναι τόσο ζωτικός που απαιτεί μεγάλη σοβαρότητα, αυξημένη επαγρύπνηση και πολλαπλούς μηχανισμούς ελέγχου. Στην ψηφιακή εποχή ζητήματα όπως η τεχνολογική εξάρτηση και η αντιμετώπιση της, η ανάγκη προστασίας της ιδιωτικότητας του πολίτη αλλά και των δικαιωμάτων του ως καταναλωτή αποκτούν άλλη διάσταση. Το ραγδαία μεταβαλλόμενο περιβάλλον δημιουργεί νέα πιεστικά ερωτήματα και σοβαρά ηθικά και νομικά διλήμματα σχεδόν καθημερινά. Η πολιτεία, τα θεσμικά όργανα κάθε είδους, οι ενώσεις καταναλωτών κτλ. οφείλουν να παρακολουθούν διαρκώς τις εξελίξεις και να τις κρίνουν με γνώμονα όχι μόνο τα στενά οικονομικά κριτήρια αλλά και με βάση τις συνέπειες τους στην δημοκρατία και τις προσωπικές ελευθερίες αλλά και στην εθνική ασφάλεια και ανεξαρτησία.

Τέλος η αγορά, όλοι εμείς δηλαδή, πρέπει να συνειδητοποιήσει τον σημαντικό ρόλο της. Οι επαγγελματίες της τεχνολογίας φέρουν βέβαια την μεγάλη ευθύνη να αντιδρούν πρώτοι και να ενημερώνουν τους υπόλοιπους με απλό και υπεύθυνο τρόπο για τις ευκαιρίες, τα προβλήματα αλλά και τους πιθανούς κινδύνους. Όμως οι εξελίξεις στην επιστήμη και την τεχνική έχουν πάψει από καιρό να είναι σημαντικές μόνο για τους άμεσα ασχολούμενους με αυτές και αφορούν τον κάθε πολίτη που θα πρέπει να τις αντιμετωπίζει με σκεπτικό ευρύτερο από αυτό του απλού καταναλωτή. Ας μην ξεχνάμε ότι σε ένα περιβάλλον ελεύθερης αγοράς, ο αγοραστής έχει τον τελευταίο λόγο [36] και συνεπώς και την δύναμη να καθορίζει την ακολουθούμενη πορεία και να θέτει τις προτεραιότητες.

10.3.08

Η Trusted Computing και η τεχνολογική εξάρτηση

Trusted Computing (εφεξής TC) είναι η ονομασία ενός συνόλου τεχνικών προδιαγραφών / προτύπων, με τον ομολογημένο στόχο να βελτιώσουν τον βαθμό εμπιστοσύνης στους προσωπικούς υπολογιστές (PC) και άλλες ψηφιακές ηλεκτρονικές συσκευές (πχ. κινητά τηλέφωνα), από την άποψη της ασφάλειας. Στα Ελληνικά θα μπορούσαμε να μεταφράσουμε απευθείας τον όρο ως «εμπιστεύσιμος υπολογιστής» ή «υπολογιστική διαδικασία που χαίρει εμπιστοσύνης». Ο επίσημος, δόκιμος όρος όμως είναι «διαπιστευμένη υπολογιστική πλατφόρμα» που, όπως θα δούμε παρακάτω, συλλαμβάνει πολύ καλά την ουσία της τεχνολογίας.

Τα πρότυπα αναπτύσσονται από το Trusted Computing Group (TCG) [1], διάδοχο σχήμα της Trusted Computing Platform Alliance (TCPA), μία πρωτοβουλία εταιρειών ηλεκτρονικών και λογισμικού που περιλαμβάνει πλέον πάνω από 150 μεγάλες ή μικρότερες εταιρείες μεταξύ των οποίων οι Intel, Microsoft, AMD, Hewlett-Packard, IBM, Infineon, Lenovo και Sun-Microsystems. Οι επιμέρους εταιρείες χρησιμοποιούν και άλλους όρους για ίδιες ή συγγενείς τεχνολογίες όπως πχ. το NGSCB (πρώην Palladium) της Microsoft. Η πανσπερμία αυτή ακρωνυμίων και ορολογίας έχει οδηγήσει σε σχετική σύγχυση σχετικά με το τι οφείλει να περιλαμβάνει ένα TC συμβατό σύστημα.

H TC (τεχνολογία) έχει δεχθεί σφοδρή κριτική από μία πλειάδα ειδικών και οργανισμών λόγω των δυνάμει επικίνδυνων οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών συνεπειών της. Πριν προχωρήσουμε όμως σε αυτά ας δούμε τι είναι και τι προσφέρει ή ίδια η TC. [Θα θυσιάσω εδώ αναγκαστικά την τεχνική αυστηρότητα για να είναι κατανοητό το κείμενο και από τους μη-ειδικούς. Όσοι ενδιαφέρονται για τις ακριβείς λεπτομέρειες ας ανατρέξουν στους συνδέσμους που παραθέτω].

Ο ίδιος ο όρος “Trusted” προέρχεται από το επιστημονικό πεδίο της Ασφάλειας Συστημάτων (Security Engineering) και ξεκίνησε από την στρατιωτική κοινότητα [2]. Χονδρικά αφορά τις συνθήκες κάτω από τις οποίες οι υπολογιστές που ανήκουν σε ένα δίκτυο μπορούν να εμπιστευτούν ο ένας τον άλλον καθώς και τις συνέπειες αν ένας από αυτούς δεν είναι στην πραγματικότητα άξιος εμπιστοσύνης, πχ. γιατί καταλήφθηκε από ένα πρόγραμμα Δούρειο Ίππο. Προσέξτε λοιπόν ότι, υπό αυτήν την έννοια, δεν μιλάμε για έναν υπολογιστή που μπορεί να τον εμπιστεύεται ο χρήστης / ιδιοκτήτης του, αλλά κάποιος τρίτος που επικοινωνεί ή συνεργάζεται μαζί του.

H τεχνολογία TC προδιαγράφει μια σειρά αλλαγών στο υλικό (hardware, τα ηλεκτρονικά) του υπολογιστή που συνοδευόμενες από αλλαγές στο λογισμικό (software, τα προγράμματα) θα τον κάνουν πιο ασφαλή και άξιο εμπιστοσύνης. Οι αλλαγές αυτές, μεγάλο μέρος των οποίων θα ενσωματωθεί αρχικά σε ένα ειδικό «τσιπάκι» που λέγεται TPM, είναι [3]:

1. Κρυπτογραφικά κλειδιά προσυπογραφής (endorsement key): Μεγάλοι αριθμοί που αποθηκεύονται στο τσιπ από το κατασκευαστή, και είναι μοναδικοί για κάθε τσιπ και, κατ’ επέκταση, υπολογιστή. Μπορούν έτσι να χρησιμοποιηθούν για την πιστοποίηση ταυτότητας του υπολογιστή, για κρυπτογράφηση δεδομένων κτλ.

2. Διαχωρισμός μνήμης (memory curtaining): Ευαίσθητες περιοχές της μνήμης του υπολογιστή που χρησιμοποιεί ένα πρόγραμμα καθίστανται εντελώς απροσπέλαστες σε άλλα προγράμματα αλλά και στο ίδιο το λειτουργικό σύστημα. Έτσι ένα πρόγραμμα-εισβολέας δεν θα μπορεί να επηρεάσει την λειτουργία ενός άλλου προγράμματος ή να υποκλέψει δεδομένα από την μνήμη.

3. Ασφαλείς επικοινωνίες (Secure I/O): Οι επικοινωνίες του υπολογιστή με τα περιφερειακά του (πχ. πληκτρολόγιο, οθόνη) είναι κρυπτογραφημένες και οι ανταλλαγές πληροφοριών μεταξύ προγραμμάτων προστατευμένες. Έτσι αντιμετωπίζονται πχ. προγράμματα που υποκλέπτουν το τι πληκτρολογούμε (key-loggers) ή που αντιγράφουν μουσική υποκλέπτοντας το τι πηγαίνει στην κάρτα ήχου.

4. Σφραγισμένη μόνιμη αποθήκευση (sealed storage): Τα δεδομένα, πχ. έγγραφα, που αποθηκεύονται στον υπολογιστή είναι κρυπτογραφημένα και το κλειδί για την αποκρυπτογράφηση τους είναι ένας συνδυασμός αριθμών που παρέχονται από το υλικό του υπολογιστή και το πρόγραμμα που δημιουργεί το αρχείο πχ. τον επεξεργαστή κειμένου. Με αυτό τον τρόπο αν κάποιος κλέψει πχ. το προσωπικό σας ημερολόγιο, δεν θα μπορεί να το διαβάσει σε έναν άλλον υπολογιστή ή με ένα άλλο πρόγραμμα.

5. Πιστοποίηση εξ’ αποστάσεως (remote attestation): Το χαρακτηριστικό αυτό αφορά την ασφάλεια των δικτυακών επικοινωνιών και αποσκοπεί στο να διαβεβαιώσει ένα τρίτο μέρος με το οποίο ο υπολογιστής σας επικοινωνεί (πχ. μέσω του Ίντερνετ), ότι η επικοινωνία γίνεται μέσω ενός συγκεκριμένου προγράμματος το οποίο δεν έχει πειραχτεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο και είναι άρα «άξιο εμπιστοσύνης». Το υλικό του υπολογιστή χρησιμοποιείται για να υπολογίσει «ψηφιακά πιστοποιητικά» που πιστοποιούν την ταυτότητα του προγράμματος στον «απέναντι». Έτσι η τράπεζα σας μπορεί να είναι σίγουρη ότι χρησιμοποιείτε για τις συναλλαγές σας μαζί της ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα περιήγησης (browser) που δεν έχει «πειραχθεί» για να θέτει σε κίνδυνο την επικοινωνία. Ή μπορεί να σας επιβάλει να χρησιμοποιήσετε ένα δικό της πρόγραμμα για αυτήν την επικοινωνία.

Θα πρέπει να σημειώσουμε εδώ ότι πολλές από τις προαναφερθείσες τεχνολογίες δεν είναι νέες ή πρωτότυπες και χρησιμοποιούνταν ποικιλοτρόπως ήδη στην προ TC εποχή. Η απομόνωση μνήμης, για παράδειγμα, είναι βασικό χαρακτηριστικό των καλών λειτουργικών συστημάτων και υποστηρίζεται, δεκαετίες τώρα, από πολλούς μικροεπεξεργαστές. Πολλά από τα χαρακτηριστικά ασφαλείας που αναφέρθηκαν μπορούν να επιτευχθούν με το κατάλληλο λογισμικό (προγράμματα) χωρίς ανάγκη αλλαγής των ηλεκτρονικών του υπολογιστή. Η δε προτεινόμενη τεχνολογία TC είναι μόνο μία από τις πολλές προτάσεις της κοινότητας των υπολογιστών για την αντιμετώπιση των προβλημάτων ασφαλείας.

Δεν χρειάζεται νομίζω να είναι κανείς ειδικός, για να συνειδητοποιήσει από την παραπάνω συνοπτική παρουσίαση ότι η TC προσφέρει βελτίωση της ασφάλειας του PC και συνεπώς κάποια αναμφισβήτητα οφέλη για τον χρήστη / ιδιοκτήτη του. Χρειάζεται όμως παραπάνω σκέψη και ίσως γνώσεις για να εντοπίσει κανείς τα μελανά σημεία της προτεινόμενης αρχιτεκτονικής. Για τους ειδικούς μάλιστα τα προβλήματα, αν δεχθεί κανείς την λύση αυτούσια, είναι τόσο σπουδαία ώστε να υπερκαλύπτουν κατά πολύ τα οφέλη.

Στους επικριτές της τεχνολογίας αυτής περιλαμβάνονται ακαδημαϊκοί όπως ο πρωτοπόρος του τομέα Ασφάλειας Συστημάτων Ross Anderson [4, 5] του Cambridge και ο Hal Varian [6, 7] ηγετική φυσιογνωμία του τομέα της Οικονομίας της Ασφάλειας. Καταξιωμένοι επαγγελματίες του χώρου όπως o Bruce Schneier [8, 9], ο πιο γνωστός ίσως συγγραφέας βιβλίων κρυπτολογίας και ασφάλειας. Γνωστοί επαγγελματίες δημοσιογράφοι τεχνολογίας, όπως ο Bill Thompson [10, 11] του BBC, και άλλοι, με άρθρα τους σε μια πληθώρα τεχνολογικών περιοδικών. Πληθώρα αρθρογράφων δικτυακών τόπων [π.χ. 12, 13, 14, 15, 16, 17] και ιστολογίων, επώνυμων και ανώνυμων [18], ασχολούμενων με θέματα τεχνολογίας. ΜΚΟ και ενώσεις καταναλωτών που ασχολούνται με την σχέση τεχνολογίας, ελευθερίας και πολιτικών δικαιωμάτων όπως το Electronic Frontier Foundation [19, 20] κτλ. Μεγάλη μερίδα των επαγγελματιών πληροφορικής, αλλά και ιδιωτών που ασχολούνται με τις προσωπικές ελευθερίες στην ψηφιακή εποχή όπως διαπιστώνει κανείς από τα σχετικά fora [21] και ομιλίες σε διεθνή συνέδρια. Mέλη και οργανώσεις της κοινότητας ανοιχτού ή ελεύθερου λογισμικού, όπως πχ. ο Richard Stallman [22, 23] και το Free Software Foundation [24, 25]. Τέλος η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει εκφράσει παλαιότερα προβληματισμούς που σχετίζονται με πιθανές επιπτώσεις στον ανταγωνισμό [26, 27].

Τα θεμελιώδη προβλήματα από τα οποία πηγάζουν οι περισσότερες ανησυχίες συνοψίζονται στα εξής [28, 29, 30, 31]: Η εν λόγω τεχνολογία αφαιρεί ένα πολύ μεγάλο μέρος του ελέγχου του υπολογιστή και του ψηφιακού του περιεχομένου από τον χρήστη / ιδιοκτήτη του και το εναποθέτει στα χέρια άλλων [32, 33, 34]. Οι άλλοι αυτοί που ποικίλουν από τους ελέγχοντες την υποδομή TC, τους κατασκευαστές των υπολογιστών, του λειτουργικού συστήματος ή των εφαρμογών (προγραμμάτων) μέχρι τον συγγραφέα ενός εγγράφου ή τον παραγωγό μίας ταινίας δεν έχουν εν γένει τα ίδια συμφέροντα με τον κάτοχο του υπολογιστή.

Μπορεί, για παράδειγμα, να δεχθούμε η τράπεζά μας να μας επιβάλει το πρόγραμμα με το οποίο θα επικοινωνούμε μαζί της καθώς τα συμφέροντά μας είναι εν μέρει κοινά – η ασφάλεια των συναλλαγών μας - δεν συμβαίνει όμως το ίδιο με όλους του δικτυακούς τόπους (websites) που επισκεπτόμαστε. Πολλοί από εμάς θα είχαν αντίρρηση να τους επιβληθεί η χρήση ενός συγκεκριμένου προγράμματος περιήγησης, σε συνδυασμό με ένα βομβαρδισμό από διαφημιστικά μηνύματα τα οποία δεν θα είχαν πλέον την τεχνική δυνατότητα να «αναχαιτίσουν», όπως συμβαίνει σήμερα, με την χρήση προγραμμάτων προστασίας (τα πακέτα για προστασία στο «σερφάρισμα» κτλ.). Επιπλέον λίγοι θα αισθάνονταν άνετα στην σκέψη ότι ένα έγγραφο αποθηκευμένο στον υπολογιστή τους που μπορεί να είχε ιδιαίτερη αξία (αποδεικτική, νομική κτλ.) μπορεί να πάψει να είναι προσπελάσιμο γιατί ο αρχικός δημιουργός του έτσι αποφάσισε. Θυμηθείτε, το έγγραφο είναι κρυπτογραφημένο («σφραγισμένη μόνιμη αποθήκευση») και τα κλειδιά τα κρατάει άλλος που έχει πρόσβαση στο σύστημά σας μέσω του δικτύου και σημαντικό έλεγχο (λόγω «εξ’ αποστάσεως πιστοποίησης»), ενώ ο «διαχωρισμός μνήμης» και οι «ασφαλείς επικοινωνίες» καθιστούν εξαιρετικά δύσκολο το να διαβάσετε το μήνυμα με πλάγιο τρόπο ακόμα και αν έχετε τις τεχνικές γνώσεις. Επιπλέον η TC δίνει την δυνατότητα της πλήρους απαγόρευσης εκτέλεσης κάποιων προγραμμάτων στο υπολογιστή ακόμα και αν αυτή είναι η επιθυμία του χρήστη του με βάση μια «πολιτική ασφάλειας» που καθορίζεται από άλλους, συχνά από απόσταση. Ο κατασκευαστής του λειτουργικού θα μπορούσε για παράδειγμα να απαγορεύσει την εκτέλεση προγραμμάτων εκσφαλμάτωσης (debuggers) με την δικαιολογία ότι αυτοί μπορούν να χρησιμοποιηθούν και για παράνομους σκοπούς παράλληλα με μία πληθώρα απόλυτα νόμιμων. (Δείτε εδώ [35] για ένα σχετικό παράδειγμα από την πρόσφατη επικαιρότητα). Ο υπολογιστής χάνει έτσι την αξία του ως ψηφιακό εργαλείο γενικού σκοπού [32].

Εξετάζοντας παρόμοια σενάρια σε μεγαλύτερο βάθος διαπιστώνει κανείς ότι ο ισχυρισμός ότι ο «υπολογιστής σου δεν σου ανήκει πλέον» [33, 36] δεν απέχει ιδιαίτερα από την πραγματικότητα. Αυτό που εντείνει μάλιστα τις ανησυχίες είναι ότι, παρά τις πιέσεις, οι συγγραφείς της προδιαγραφής αρνούνται εν γένει να δώσουν το έλεγχο της τεχνολογίας στον χρήστη. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να γίνει εάν αυτός επέλεγε τα κλειδιά της κρυπτογράφησης και μπορούσε επιλεκτικά να ενεργοποιεί / απενεργοποιεί τα συστατικά της τεχνολογίας -και κυρίως την «πιστοποίηση εξ’ αποστάσεως» που όπως θα δούμε εγκυμονεί του περισσότερους κινδύνους [37, 3]. (Και τώρα βέβαια δίνεται η δυνατότητα ενεργοποίησης / απενεργοποίησης συνολικά της τεχνολογίας αλλά κάτι τέτοιο καταρχήν αφαιρεί μεμιάς όλα τα επιθυμητά οφέλη και δεύτερον ενδέχεται να μην είναι πρακτικό σε ένα δικτυακό κόσμο όπου ο «απέναντι» μπορεί να απαιτεί κάποια εχέγγυα.) Η αιτίαση ότι κάτι τέτοιο γίνεται για να μην θυσιαστεί η ασφάλεια καταρρίπτεται εύκολα: ο απλός χρήστης δεν θα απενεργοποιούσε έτσι και αλλιώς τα επιμέρους συστατικά ο δε γνώστης θα πρέπει να έχει το δικαίωμα να το κάνει στο δικό του μηχάνημα. Οι αρνήσεις αυτές τροποποίησης της προδιαγραφής έχουν οδηγήσει πολλούς να θεωρούν ότι, όπως υπαινίσσεται και το όνομά της, η τεχνολογία TC δε αποσκοπεί στην δημιουργία ενός υπολογιστή αξιόπιστου και ασφαλή για τον χρήστη του αλλά για τρίτους με τους οποίους αυτός συναλλάσσεται [38, 39]. Ο δε χρήστης αντιμετωπίζεται στο πλαίσιο αυτό ως δυνάμει εχθρός [40], ως μέρος του προβλήματος και όχι της λύσης.

Τα εμπλεκόμενα μέρη δεν έκαναν πολλά για να διασκεδάσουν τις ανησυχίες αυτές. Το αντίθετο μάλιστα. Από σειρά δηλώσεων κατά καιρούς των σημαντικότερων συντελεστών της τεχνολογίας [41, 42] μπορεί κανείς να υποθέσει ότι έχουν άλλες προτεραιότητες, πέραν του συμφέροντος του χρήστη των προϊόντων τους: Από την αντιμετώπιση της πειρατείας λογισμικού, μέχρι την δημιουργία «άθραυστων» συστημάτων επιβολής ψηφιακών δικαιωμάτων (Digital Rights ManagementDRM) [43, 31] για την προστασία μουσικής και ταινιών και την ισχυροποίηση και προάσπιση της κυρίαρχης θέσης εταιρειών στην αγορά λογισμικού [30].

Παρόλο που ορισμένοι από τους σκοπούς αυτούς (όχι όμως όλοι) είναι θεμιτοί, ο τρόπος προαγωγής τους μέσω της TC δημιουργεί πολύ σοβαρά ερωτήματα. Για παράδειγμα: Δικαιολογείται, σε ένα περιβάλλον ελεύθερης αγοράς μια εταιρεία να θυσιάζει την σχέση εμπιστοσύνης με τον πελάτη της, προς όφελος τρίτων; Γιατί θα πρέπει ο χρήστης του υπολογιστή να δεχθεί και μάλιστα να πληρώσει για μια τεχνολογία που, εν δυνάμει, περιορίζει τις δυνατότητες του μηχανήματος του και αφαιρεί τον έλεγχο από τα χέρια του; Με δεδομένο ότι ο υπολογιστής και οι άλλες ψηφιακές συσκευές (πχ. κινητά τηλέφωνα) παίζουν ζωτικό ρόλο στην σύγχρονη ζωή τι ποσοστό ελέγχου τους επιτρέπεται να θυσιάζουμε προς όφελος δικαιωμάτων τρίτων; Το γεγονός ότι το φωτοαντιγραφικό μας μπορεί να χρησιμοποιηθεί για παράνομη αναπαραγωγή βιβλίων δεν δίνει βέβαια το δικαίωμα στον εκδότη βιβλίων να «κουτσουρέψει» τις δυνατότητές του, ούτε και να βάλει κάμερες στο σπίτι μας για να βεβαιωθεί ότι δεν θα κλέψουμε την πνευματική του ιδιοκτησία.

Το σοβαρότερο όμως πρόβλημα με την τεχνολογία TC είναι ότι δημιουργεί ένα εργαλείο που μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για άλλους σκοπούς πέραν των προαναφερθέντων με πολύ σοβαρές οικονομικές, κοινωνικές αλλά και πολιτικές συνέπειες. Στο επόμενο άρθρο θα συζητήσουμε ορισμένα επικίνδυνα σενάρια και θα αναλύσουμε κάποιες από αυτές τις συνέπειες.

Θα πρέπει να τονίσουμε εδώ ότι το ζήτημα δεν είναι μόνον θεωρητικού ενδιαφέροντος ούτε αφορά μόνο τους ειδικούς. Τα τσιπ υποστήριξης της TC έχουν αρχίσει ήδη να ενσωματώνονται σε υπολογιστές εδώ και χρόνια [44] ενώ το Trusted Computing Group προωθεί με μεγάλη θέρμη την χρήση της τεχνολογίας σε κινητά τηλέφωνα και κάθε είδους άλλες ψηφιακές συσκευές [1]. Η εκτενής χρήση της τεχνολογίας έχει βέβαια καθυστερήσει σημαντικά, κατά πάσα πιθανότητα λόγω της έκτασης της αρνητικής δημοσιότητας, αλλά η ιδέα δεν έχει εγκαταλειφθεί, ούτε έχουν δεσμευτεί οι συντάκτες της προδιαγραφής για τροποποίησή της. Επιπλέον οι εταιρείες λογισμικού αρχίζουν να χρησιμοποιούν την τεχνολογία στα προϊόντα τους. Η Microsoft, για παράδειγμα, δηλώνει ότι θα χρησιμοποιήσει την τεχνολογία σε μελλοντικές εκδόσεις των Windows ενώ κάποια κομμάτια της χρησιμοποιούνται ήδη σε κάποιες εκδόσεις των Windows Vista (πχ. για υλοποίηση του BitLocker).

Είναι φανερό ότι στο δικτυωμένο κόσμο μας είναι απαραίτητες πρωτοβουλίες που βελτιώνουν την ασφάλεια των ψηφιακών συσκευών μας και των επικοινωνιών τους. Είναι όμως εξίσου σημαντικό οι όποιες πρωτοβουλίες να έχουν πρωτίστως σαν γνώμονα την ασφάλεια του χρήστη και των συμφερόντων του και να επιδιώκουν την αποδοχή του.

9.2.07

Η ιστορία ως εύπλαστο μέσο

Το έναυσμα για το σημείωμα αυτό είναι ένα άρθρο του κ. Δημ. Σκάλκου στο e-rooster που πραγματεύεται την καυτή ομολογουμένως συζήτηση γύρω από το βιβλίο ιστορίας της ΣΤ’ Δημοτικού. Δεν έχω διαβάσει το βιβλίο καθεαυτό και ούτε έχω παρακολουθήσει συστηματικά τις σχετικές συζητήσεις. Έτσι δεν θα εκφέρω σχετική γνώμη, τουλάχιστον για την ώρα. Δεν είναι επιπλέον πρόθεσή μου να καταπιαστώ με το άρθρο ή τα σχόλια που το ακολούθησαν, αλλά να τα χρησιμοποιήσω σαν αφορμή για να διατυπώσω μερικές πρόχειρες σκέψεις για την ιστορία και την διδαχή της.

Θα πρέπει καταρχήν να τονίσουμε ότι το περιεχόμενο των σχολικών βιβλίων ιστορίας και η «ουδετερότητά» τους δεν είναι αποκλειστικά ελληνικό θέμα. Μια γρήγορη έρευνα στο Διαδίκτυο θα σας πείσει ότι είναι θέμα που απασχολεί σοβαρά όλες τις χώρες της Ευρώπης (και του κόσμου) και οι απόψεις για το ποια είναι η σωστή ιστορία και ποιος ο ρόλος της διίστανται σοβαρά. Η αντιμετώπιση δε του θέματος διαφέρει από χώρα σε χώρα ανάλογα με τα ιστορικά βιώματα του κάθε λαού. Αλλιώς βλέπουν την ιστορία τους οι Βρετανοί και αλλιώς οι Γερμανοί. Αυτά τα λίγα σαν παρένθεση, γιατί όπως έχω γράψει επανειλημμένα συνηθίζουμε να βλέπουμε μόνο την ελληνική πραγματικότητα με λοξό μάτι (1, 2, 3). Ας έρθουμε όμως τώρα στα πραγματικά σημαντικά.

Έχω την αίσθηση ότι υπάρχει, τόσο διεθνώς όσο και στην χώρα μας, μια τάση απαξίωσης της ιστορίας ως γνωστικού και διδακτικού αντικειμένου με πρόσχημα την «πολιτική ορθότητα» και βασικό επιχείρημα ότι δεν μπορεί να είναι αντικειμενική.

Στην καλύτερη περίπτωση η ιστορία προβάλλεται ως απλά ακαδημαϊκή υπόθεση που δεν έχει ή δεν πρέπει να έχει, σχέση με την σημερινή πολιτική πραγματικότητα. Είναι βέβαια αλήθεια ότι ή συγγραφή απόλυτα αντικειμενικής ιστορίας με την αυστηρή έννοια του όρου είναι πολύ δύσκολη ακόμη και εάν υπάρχουν οι καλύτερες προθέσεις. Είναι αμφίβολο ακόμα και το εάν η απλή παράθεση γεγονότων μπορεί να είναι ακριβής λόγω χρονικής απόστασης, μεροληψίας ή και σκοπιμοτήτων των πρωτογενών πηγών και άλλων πολλών παραγόντων. Όμως κανένα γνωστικό πεδίο δεν αγγίζει καν την τελειότητα μεθόδων ή αποτελεσμάτων, πόσο μάλιστα οι λεγόμενες ανθρωπιστικές ή κοινωνικές επιστήμες με τις οποίες σχετίζεται η ιστορία. Η ψυχολογία αλλά ακόμα και η ψυχιατρική για παράδειγμα επηρεάζονται έντονα στους ορισμούς τους από τις λεγόμενες κοινωνικές νόρμες, αλλά λίγοι θα αμφισβητούσαν την χρησιμότητά τους. Ακόμα και στις λεγόμενες ακριβείς επιστήμες τα λάθη και οι διχογνωμίες είναι πολύ συνηθισμένα. Η δε αξία της ιστορίας, με όλη την ατέλεια της, για την δημιουργία συνειδητοποιημένων πολιτών (απαραίτητο στοιχείο της δημοκρατίας) είναι δύσκολα αμφισβητήσιμη. Γιατί όποιος δεν γνωρίζει το παρελθόν δεν μπορεί να καταλάβει σε βάθος το παρόν ή να «δει» - στο βαθμό του δυνατού - το μέλλον.

Ούτε είναι βέβαια όλες οι ατέλειες της ίδιας σοβαρότητας. Με μια πρώτη σκέψη θα μπορούσαμε να τις χωρίσουμε στις εξής κατηγορίες:

  • Λάθη, ανακρίβειες ή παραλείψεις που οφείλονται στις αντικειμενικές δυσκολίες της ιστορικής έρευνας όπως η έλλειψη επαρκών πηγών ή οι αδυναμίες των υπαρχόντων, η δυσκολία επιλογής μεταξύ αντικρουόμενων αναφορών κτλ.
  • Η παραμορφωτική ματιά, έστω και αθέλητη, του ιστοριογράφου που είναι αναμφισβήτητα παιδί της δικής του εποχής και τόπου και όχι αυτής των γεγονότων που περιγράφει.
  • Προσπάθειες «ωραιοποίησης» που δίνουν έμφαση στα γεγονότα που κάνει μια ομάδα ανθρώπων υπερήφανη μετριάζοντας ταυτόχρονα αυτά που δεν θέλει να θυμάται. Αυτές μπορούν να είναι ηθελημένες ή αθέλητες και να ποικίλουν σε έκταση.
  • Υπάρχει τέλος και ο κατάφωρος βιασμός της ιστορίας με την εκ των υστέρων αλλοίωση ή δημιουργία γεγονότων ή την ολοσχερή απάλειψη άλλων (όπως η περίπτωση Vladimir Clementis που αναφέρει ο κ. Σκάλκος) για την εξυπηρέτηση πολιτικών σκοπιμοτήτων.

-

Είναι φανερό ότι δεν μπορούμε να βάζουμε όλες αυτές τις διαφορετικές περιπτώσεις στο ίδιο σακί. Είναι άλλο πράγμα το να προσπαθήσει να απολογηθεί η σύγχρονη Τουρκία για την γενοκτονία των Αρμενίων προτάσσοντας τις ιδιαίτερες συνθήκες της εποχής εκείνης και άλλο το να αμφισβητεί την τέλεση της. Ούτε έχουν σχέση οι θεμιτές προσπάθειες ανάδειξης της επιρροής τρίτων πολιτισμών, όπως παραδείγματος χάριν του Αραβικού / Ισλαμικού, στον Ευρωπαϊκό με τις ψευδοεπιστημονικές θέσεις του ακραίου Αφροκεντρισμού.

Το χειρότερο είναι ότι η απαξίωση της ιστορίας μπορεί να χρησιμοποιηθεί με διάφορους τρόπους (και επιλεκτικά) σαν πολιτικό όπλο. Τα περισσότερα πολιτικά προβλήματα του σήμερα έχουν τις ρίζες τους στο κοντινότερο ή μακρινότερο χθες. Οι δίκαιες και βιώσιμες λύσεις (για να χρησιμοποιήσουμε μια συνήθη έκφραση της διπλωματίας) των πολιτικών προβλημάτων όμως, βασίζονται σε αναγνώριση και μελέτη της προϊστορίας του προβλήματος. Το να προσπαθήσουμε να λύσουμε μια διακρατική διένεξη για παράδειγμα, εξετάζοντας μόνο την παρούσα κατάσταση και τις σημερινές πολιτικές ανάγκες μοιάζει λίγο με το να προσπαθούμε να εκδικάσουμε μια υπόθεση του ποινικού δικαίου χωρίς να εξετάσουμε τις συνθήκες που τελέστηκε το έγκλημα. Μια γυναίκα που εμφανίζεται από το πουθενά και δολοφονεί έναν άνδρα είναι μία περίπτωση στυγερού και απρόκλητου εγκλήματος. Αν αποκαλυφθεί όμως ότι το θύμα είχε στο παρελθόν την τωρινή δολοφόνο φυλακισμένη και την βίαζε τότε τα πράγματα αλλάζουν εντελώς. Δεν είναι λίγοι αυτοί που πιστεύουν ότι ο σοβαρότερος ίσως λόγος αποτυχίας της Αμερικανικής πολιτικής στο Ιράκ (για να δώσουμε ένα επίκαιρο παράδειγμα) είναι ότι αγνόησε τον ιδιαίτερο πολιτισμό και την ιστορία της περιοχής. Παρομοίως, αν ξεχάσουμε εντελώς την ιστορία πριν από τον 19ο αιώνα τότε όλες οι εξεγέρσεις των βαλκανικών λαών εναντίον της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και οι μεταγενέστερες συγκρούσεις είναι απλά ανεξήγητοι επεκτατικοί πόλεμοι. Αν λάβουμε όμως υπόψη αυτή την ιστορία τότε οι κρίσεις αλλάζουν εντελώς.

Πέρα όμως από την τάση απαξίωσης της ιστορίας, ή ίσως σε συνδυασμό με αυτή, παρατηρείται μια τάση «ελαστικοποίησης» ή «ρευστοποίησης» του περιεχομένου της για την επίτευξη κάποιων σκοπών . Όπως πολύ σωστά παρατηρεί ο κ. Σκάλκος, αυτή την φορά η προσπάθεια δεν γίνεται στο όνομα του εθνικού κράτους ή του κομμουνισμού αλλά της «πολιτικής ορθότητας» (αν μπορούμε να κάνουμε μια τέτοια γενικευμένη προσωποποίηση). Ο σκοπός είναι καλός: η προαγωγή της αρμονικής συμβίωσης λαών ή κοινωνικών ομάδων. Το μέσο όμως παραμένει το ίδιο: η προβολή και ίσως και δημιουργία μια ωραιοποιημένης ιστορίας που θα απαλύνει ή δεν θα περιέχει αιχμηρά σημεία που να τροφοδοτούν τα προβλήματα. Επειδή όμως κανένας σκοπός δεν μπορεί να διεκδικεί την … αποκλειστικότητα στην ιερότητα θα πρέπει κανείς να είναι πολύ προσεκτικός στην επιλογή των μέσων. Η αυτοδιάθεση των λαών, για παράδειγμα, που σχετίζεται με το εθνικό κράτος, είναι επίσης ευγενής σκοπός, αλλά οι περισσότεροι σήμερα θα συμφωνούσαν ότι δεν δικαιολογεί την χονδροειδή προπαγάνδα. Άσχετα όμως από την ηθική πτυχή τίθεται και σοβαρό ζήτημα αποτελεσματικότητας: η ωραιοποιημένη ιστορία μπορεί να δημιουργήσει ίσως ένα θετικότερο κλίμα, δεν εξαλείφει όμως τα θέματα που είναι ο πραγματικός λόγος των τριβών. Ακόμα χειρότερα, όπως ανακάλυψαν και οι κομμουνιστές του «υπαρκτού σοσιαλισμού» που αναφέρει ο κ. Σκάλκος, η «αλήθεια», με όλη την υποκειμενικότητά της, γυρίζει κάποτε και σε δαγκώνει.

Οι πολιτισμένοι άνθρωποι δεν βασίζονται στην εξαναγκαστική λήθη για να λύσουν τα προβλήματά τους. Κοιτάνε το παρελθόν κατάματα και αποφασίζουν να το αφήσουν πίσω τους και να προχωρήσουν μπροστά. Αυτό βέβαια προϋποθέτει ότι είναι οι συνθήκες κατάλληλες, υπάρχει ειλικρινής βούληση από όλες τις πλευρές, έχει περάσει ο απαραίτητος χρόνος για να δουλέψει η «συναισθηματική λήθη» (άσχετα από την ιστορική), έχουν ανταλλαγεί οι απαραίτητες συγνώμες και κυρίως υπάρχει η αίσθηση ότι ο δρόμος μπροστά είναι και «δίκαιος» και «βιώσιμος». Η ιστορία των ελληνοτουρκικών σχέσεων, για παράδειγμα, δημιουργεί σίγουρα φόρτιση αλλά είναι αφελές να πιστεύουμε ότι είναι ο κύριος λόγος των σημερινών, πολύπλοκων και πολύ πραγματικών διμερών προβλημάτων.

Επιπλέον, όπως και στην περίπτωση απαξίωσης της ιστορίας, η «ελαστικοποίηση» της εμπεριέχει τον κίνδυνο κακόβουλης πολιτικής χρήσης της. Όποιος δεν γνωρίζει την πραγματική, έστω και σκληρή, προϊστορία ενός θέματος θα δεχθεί πιο εύκολα μια «άδικη» διευθέτηση (ότι και αν σημαίνει αυτό στην πολιτική). Αν λάβουμε μάλιστα υπόψη μας ότι στις υποθέσεις αυτές εμπλέκονται συνήθως περισσότερα μέρη με δικά τους συμφέροντα, ότι οι αλλαγές λόγω «ελαστικοποίησης» δεν είναι συνήθως ισορροπημένες κτλ. καταλαβαίνουμε ότι οι όποιες αποφάσεις προς αυτήν την κατεύθυνση απαιτούν πολύ και σοβαρή σκέψη.

Ας είμαστε ειλικρινείς. Παρόλο που συμβαίνει μέχρι τώρα και κατά πάσα πιθανότητα θα συμβαίνει και στο μέλλον, δεν είναι λύση η «ρευστοποίηση» της ιστορίας για να ταιριάζει κάθε φορά στο συγκυριακό δοχείο της εποχής. Ούτε ενδείκνυται η χρήση της σαν χαλάκι κάτω από το οποίο θα κρύβουμε τα προβλήματά μας.

22.11.06

Εμείς και οι - ανεπτυγμένοι - ξένοι

Κλείνοντας την σειρά άρθρων μου (1, 2) περί Ελληνικής νοοτροπίας θα ασχοληθώ με κάποιες απόψεις μας για τους ξένους. Και αυτό γιατί η ιδέα μας για το ξένο, για «αυτό που δεν είμαστε», καθορίζει σε κάποιο βαθμό και την γνώμη μας για αυτό που είμαστε. Το άρθρο αυτό δεν είναι βέβαια θεωρητική, επιστημονική πραγματεία για την σχέση του Έλληνα με το ξένο γενικότερα, αλλά απλή σκιαγράφηση κάποιων, κατά την γνώμη μου, συγκεκριμένων αντιλήψεων. Ούτε θα ασχοληθώ εδώ με την άποψη μας για όλους τους ξένους αλλά θα περιορισθώ στους λαούς των ανεπτυγμένων χωρών - κυρίως δε της Δυτικής / Βόρειας Ευρώπης.

Έχω λοιπόν την αίσθηση ότι όσον αφορά την γνώμη μας για αυτούς τους ξένους και τις χώρες τους ακούγονται συχνά δύο ακραίες απόψεις. Δεν μιλάω βέβαια για δύο διακριτές ομάδες Ελλήνων με ομοιογενείς, αποκρυσταλλωμένες αντιλήψεις. Επιπλέον οι περισσότεροι από εμάς δεν ασπάζονται - ευτυχώς - σοβαρά καμία από τις δύο. Δείτε λοιπόν την δήλωση αυτή από την στατιστική σκοπιά. Σαν δύο ακραίους πόλους γύρω από τους οποίους συνωστίζονται άλλες μετριοπαθέστερες απόψεις.

Κατά την πρώτη αντίληψη, οι ξένοι αυτοί και οι χώρες τους δεν είναι δα και τίποτα σπουδαίο. Τα όποια επιτεύγματά τους που είναι άξια εκτίμησης, είναι συνήθως αποτέλεσμα ευνοϊκών ιστορικών συγκυριών ή της «αδίστακτης» νοοτροπίας τους. Ή είναι αποτέλεσμα χαρακτηριστικών τους, πχ. πειθαρχίας και οργάνωσης, που έχουν πολλές κακές παρενέργειες - «μην καταντήσουμε και πρόβατα σαν αυτούς». Για τους θιασώτες της αντίληψης αυτής δεν έχουμε και πολλά να διδαχθούμε από τις χώρες αυτές. Οι πιο ακραίοι υποστηρικτές της άποψης θα ονομάσουν τους Ευρωπαίους «κουτόφραγκους», θα τους θεωρήσουν αφελείς που ξεγελιούνται εύκολα με λίγη «ανατολίτικη πονηριά». Θα τους θεωρήσουν άτομα χωρίς ιδιαίτερες ικανότητες ή ευφυΐα και στερούμενους «καπατσοσύνης». Θα ισχυριστούν ότι καλό είναι να αποφύγουμε να μυηθούμε στους τρόπους τους, θα καταδικάσουν άκριτα και συλλήβδην τις αξίες τους. Μερικοί, κινούμενοι από έναν υπεραπλουστευμένο και ίσως κακώς εννοούμενο πατριωτισμό, θα προτάξουν το επιχείρημα του σεβασμού στην ιστορία μας και της προστασίας των παραδόσεών μας. Κάποιοι θα χρησιμοποιήσουν σαν αντίβαρο αλλά και δικαιολογία, τα επιτεύγματα των προγόνων μας. Άλλοι, λιγότερο σοφιστικέ, θα κρυφτούν απλά πίσω από την ...αδιαμφισβήτητη «μαγκιά μας». Τέλος πολλοί θα αποδώσουν συλλογικά όλα τα προβλήματα μας ακριβώς σε αυτούς τους ξένους.

Η τοποθέτηση αυτή μπορεί να αποδοθεί βιαστικά σε ρατσισμό και ξενοφοβία. Θα διαφωνήσω. Ο ρατσισμός άλλωστε στρέφεται συνήθως στους πιο αδύναμους από εμάς. Νομίζω ότι τα κύρια αίτια είναι άλλα. Πρώτα η άγνοια ή η ατελής, επιφανειακή γνώση για την ιστορία και τον πολιτισμό των άλλων. Δεύτερον, η διάθεση να δικαιολογήσουμε τα προβλήματά μας ή απλά να αισθανθούμε καλύτερα, να «αναβαθμιστούμε», απαξιώνοντας το διαφορετικό ή οτιδήποτε μας φαίνεται, λανθασμένα πολλές φορές, πολύ ψηλά για να το φτάσουμε. Σαν κάποιον που δεν καταλαβαίνει γιατί βρίσκεται σε πιο άσχημη κατάσταση από κάποιον άλλο παρόλο που έχει τα προσόντα, αλλά μιας και το να κάνει κάτι για αυτό είναι δύσκολο, αποφασίζει να «τα κάνει κρεμαστάρια». Τέλος κάποιο είδος «επαρχιώτικης» ανασφάλειας που οδηγεί σε απορριπτική διάθεση. Σαν τον χωριάτη που ακούει από διαδόσεις το τι συμβαίνει στην μεγάλη πόλη και μην έχοντας μία πλήρη εικόνα, αποφασίζει από ανασφάλεια να «κάτσει στα αυγά του», βρίσκοντας τις ανάλογες δικαιολογίες. Ή που καταφέρνει τελικά να φτάσει εκεί, τρώει μερικά ηχηρά «χαστούκια» και τρέχει πίσω να προειδοποιήσει τους άλλους για τα φριχτά που συμβαίνουν εκεί.

Στον αντίποδα βρίσκεται η δεύτερη αντίληψη που αποδίδει στους ξένους, τις χώρες τους και τον πολιτισμό τους εξαιρετικά χαρακτηριστικά. Στην ήπια έκδοση της η άποψη αυτή χαρακτηρίζεται από κάποιου είδους θαυμασμό, τον οποίο θα ονομάσω «θαυμασμό του τουρίστα», για κάποια επιφανειακά χαρακτηριστικά των χωρών αυτών (αρχιτεκτονική, καθαριότητα, ωραία τραίνα, πλούσιες ...μπουτίκ κτλ.), χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το τι κρύβεται πίσω από την βιτρίνα Τα δε χαρακτηριστικά αυτά βαφτίζονται από μόνα τους επιπόλαια «πολιτισμός». Μετά μοιραία βέβαια αρχίζουν οι συγκρίσεις, για το πως θα έπρεπε και οι δικές μας πόλεις να είναι, το πως θα έπρεπε εμείς να είμαστε και δεν θα γίνουμε ποτέ (δείτε τα προηγούμενα άρθρα μου) κτλ. Όλα αυτά βέβαια χωρίς βαθιά γνώση των εκατέρωθεν πραγματικοτήτων ή των διαφόρων περιορισμών, απλά με το βλέμμα του τουρίστα. Στις «βαρύτερες» εκδόσεις της η άποψη αυτή προχωρά πολύ περισσότερο. Το ξένο εξιδανικεύεται, σχεδόν μυθοποιείται. Όλα τα χαρακτηριστικά των χωρών αυτών, με ελάχιστες εξαιρέσεις, γίνονται ξαφνικά επιθυμητά και άξια μίμησης χωρίς πολύ σκέψη. Οι νόμοι, οι υποδομές, οι αντιλήψεις και νοοτροπίες τους, η φιλοσοφία τους για την ζωή [βάλτε ότι άλλο θέλετε εδώ] είναι πάντοτε πολύ καλύτερα από τα δικά μας. Οι όποιες αδυναμίες και προβλήματα παραβλέπονται ως «μικρά», «ανούσια» ή «πρόσκαιρα». Αντίθετα τα δικά μας προβλήματα αλλά και οι αιτίες που τα προκαλούν μεγεθύνονται αναλόγως. Για τους πιο ακραίους θιασώτες της άποψης ο «Ευρωπαϊκός» ή «Δυτικός» πολιτισμός (θα εξηγήσω τα εισαγωγικά παρακάτω) θεοποιείται, αποτελεί το μόνο καλό που έχει συμβεί σε αυτόν τον πλανήτη και φυσικά δεν έχει καμία σχέση με εμάς τους «ταπεινούς ανατολίτες». Εμείς δεν έχουμε καμία συνεισφορά στον πολιτισμό αυτό, ούτε και πολλά κοινά στοιχεία. Ο δικός μας πολιτισμός είναι σαφώς υποδεέστερος, η ιστορία μας (εκτός από την αρχαία) όχι και τίποτα σπουδαίο, οι παραδόσεις μας αναχρονισμοί. Όλα τα προβλήματα μας προέρχονται ακριβώς από το ότι δεν υιοθετήσαμε όσο θα έπρεπε τον πολιτισμό αυτό ή (για κάποιους πολύ ακραίους) γιατί δεν αντικαταστήσαμε τον δικό μας εντελώς. Οι δε ξένοι δεν έπαιξαν ποτέ κανένα αρνητικό ρόλο στην ιστορία μας ή και αν έπαιξαν είχαν πάντοτε πολύ καλούς, ανώτερους λόγους.

Όπως και στην πρώτη περίπτωση η τοποθέτηση αυτή μπορεί βιαστικά να αποδοθεί σε υπέρμετρη «ξενοφιλία» ή ακόμα και ... «ανθελληνισμό». Και πάλι θα διαφωνήσω. Ένας παράγοντας είναι και πάλι κατά την γνώμη μου η άγνοια, αυτή την φορά του δικού μας πολιτισμού και ιστορίας. Ένας δεύτερος είναι η απόλυτη λογική στις κρίσεις για το τι είναι «καλό» και «κακό», ο στενός ορισμός του πολιτισμού αλλά και η τάση για ερμηνεία της ιστορίας από ένα και μόνο οπτικό πρίσμα. Εξίσου σοβαρό όμως αίτιο είναι και πάλι μια «επαρχιώτικη» νοοτροπία, αντίθετη από την προηγούμενη. Η λογική του χωριάτη που επισκέπτεται την μεγάλη πόλη και θαμπώνεται από τα φώτα της τόσο ώστε να μην μπορεί να δει την ουσία της και τα όποια προβλήματά της. Ή του μετανάστη που όταν γυρίζει κάποια στιγμή στον τόπο του (με την απαραίτητη ΒΜW) έχει κάθε συμφέρον (ή έτσι νομίζει) να εξυψώνει την παραμονή του στο εξωτερικό αφού αυτός, αντίθετα από του άλλους συντοπίτες του «ήταν εκεί», «πήρε τα φώτα» τους. Ανάλογη η περίπτωση και κάποιων που φοίτησαν έξω, και προσπαθούν να εξαργυρώσουν το ξένο πτυχίο τους, εξιδανικεύοντας την κατάσταση εκεί και μειώνοντας την κατάσταση εδώ. [ Πριν θιχτεί κάποιος: Έχω κάνει μεγάλο μέρος των σπουδών μου εκτός Ελλάδας και έχω εργαστεί επιτυχημένα για πολλά χρόνια σε Ευρωπαϊκές χώρες σε μάλλον ζηλευτές θέσεις. Έχω όμως συναίσθηση των περιορισμών της Ελλάδας, γνωρίζω ότι υπάρχουν και .. εγχώριας παραγωγής ταλαντούχοι άνθρωποι και δεν περιμένω να με υποδεχθούν σαν σωτήρα.].

Είναι κατά την γνώμη μου φανερό ότι και οι δύο αυτές αντιλήψεις έχουν σαθρές βάσεις, βασίζονται σε σοβαρές υπεραπλουστεύσεις, αυθαίρετες παραδοχές και μισές αλήθειες, αναμεμιγμένες με μεγάλη δόση συναισθηματισμού. Αν οι ξένοι είναι τόσο αφελείς ή ανίκανοι τότε γιατί βρίσκονται σε καλύτερη θέση από εμάς; Η ευνοϊκή ιστορική συγκυρία από μόνη της δεν μπορεί να αντικαταστήσει τις ικανότητες, και σίγουρα ποτέ τίποτα πολύ σημαντικό δεν έγινε από βλάκες. Από την άλλη, το να αμφισβητεί κανείς τις ιδιαίτερα δυσμενείς συνθήκες στις οποίες βρέθηκε ο λαός μας (όπως και άλλοι λαοί της περιοχής μας) σε βάθος εκατονταετιών είναι ιστορική εθελοτυφλία. Δεν βρίσκουμε στην Αθήνα αρχιτεκτονικά αριστουργήματα 250 ετών (και βάλε) όπως πχ. στην Βιέννη, γιατί η πρώτη δεν ήταν τότε πρωτεύουσα μια κραταιάς αυτοκρατορίας, αλλά υπό ξενικό ζυγό. Από την άλλη πάλι δεν μπορούμε να θεωρούμε υπεύθυνη την ... Τουρκοκρατία (ναι, έχουν ακουστεί και αυτά) για την σημερινή κατάσταση της οικονομίας ή για την άναρχη δόμηση του ’60. Κάνοντας όμως πάλι στροφή είναι ουτοπικό να περιμένουμε η Ελλάδα να βρεθεί ξαφνικά στα επίπεδα της Βρετανίας ή της Δανίας, χωρών με εντελώς διαφορετική ιστορία. Και ας μην ξεχνάμε ότι η πρόοδος της χώρας μας μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, παρόλο που απέχει πολύ από αυτό που θα μπορούσαμε, φαντάζει εντυπωσιακή στα μάτια πολλών Ευρωπαίων.

Θα μπορούσαμε να παίζουμε αυτό το γαϊτανάκι για ώρες αλλά νομίζω καταλαβαίνετε τι εννοώ. Θα έρθω λοιπόν σε εκείνα τα εισαγωγικά γύρω από το «Ευρωπαϊκός» ή «Δυτικός» όσον αφορά τον πολιτισμό. Το θέμα είναι τεράστιο και δεν θα αγγίξω την ουσία του εδώ. Θα παρατηρήσω όμως ότι δεν υπάρχει ένας αυστηρά οριοθετημένος Ευρωπαϊκός και πολύ περισσότερο Δυτικός πολιτισμός για να αντιπαραβάλουμε με τον δικό μας. Ούτε κανείς δικαιούται να μονοπωλεί τίτλους κυριότητας. Ο Ευρωπαϊκός πολιτισμός δεν περιορίζεται στον συχνά προβαλλόμενο της Δυτικής και Βόρειας Ευρώπης αλλά περιλαμβάνει και αυτόν της Νότιας, Κεντρικής και Ανατολικής. Η δε Δυτική Ευρώπη ανακαλύπτει τα τελευταία χρόνια, με αλλεπάλληλες εκθέσεις και εκδόσεις βιβλίων ότι, το Βυζάντιο για παράδειγμα είναι εξίσου Ευρώπη με την Ρώμη. Η Ελλάδα, μια από τις εσχατιές της Δύσης, είναι ταυτόχρονα και ένας από τους μεγαλύτερους συνεισφορείς στον πολιτισμό της και δεν έχει κανένα λόγο να αυτοδιαχωρίζεται από αυτήν. Σε πρακτικό επίπεδο, φράσεις όπως «στην Ευρώπη ο νόμοι είναι έτσι» ή «οι πόλεις φτιάχνονται έτσι» είναι άσχετες γενικεύσεις καθώς οι χώρες, αλλά ακόμα και περιοχές εντός της ίδιας χώρας, διαφέρουν πολύ μεταξύ τους. Δεν είναι ίδιο το Βρετανικό με το Γερμανικό δίκαιο και τα όποια κοινά στοιχεία διαθέτουν τα μοιράζεται και το Ελληνικό.

Πέρα όμως από ανεδαφικές οι δύο αυτές ακραίες τοποθετήσεις είναι και επιζήμιες. Η πρώτη γιατί στενεύει απελπιστικά τους ορίζοντες του πολιτισμού μας αλλά και του μυαλού μας. Μας αποστερεί από ιδέες που έχουν ήδη αποδείξει την αξία τους αλλά και από λύσεις που δεν χρειάζεται να ξανανακαλυφθούν. Μας απομονώνει σε μια εποχή που κάτι τέτοιο μπορεί να αποδειχθεί επικίνδυνο.

Η δεύτερη γιατί μέσα από μία ψευδή εικόνα για τους άλλους και τον εαυτό μας μπορεί να μας οδηγήσει σε λάθος δρόμους, στο κυνήγι μιας χίμαιρας, όπου το ιδανικό γίνεται ο μεγαλύτερος εχθρός του καλού. Μας παρασύρει στην επίλυση ανύπαρκτων προβλημάτων, στην εφεύρεση λύσεων πιθανώς ακατάλληλων για την πραγματικότητά μας όπως και στην υιοθέτηση μέτρων που μπορεί να είναι απλά λάθος αλλά ακολουθούνται από μιμητισμό. Το χειρότερο όμως είναι ότι μειώνει την αυτοεκτίμηση μας, την πίστη μας στα θετικά στοιχεία του ιδιαίτερου πολιτισμού μας (που είναι πολλά), και καλλιεργεί τον αρνητισμό και την μιζέρια.

Θέλω να πιστεύω ότι και οι δύο ακραίες απόψεις βρίσκουν όλο και μικρότερη αποδοχή στην κοινωνία μας. Ίσως γιατί οι Έλληνες ταξιδεύουν πλέον όλο και περισσότερο, σπουδάζουν, δουλεύουν και ζουν στην Ευρώπη και αλλού, βλέπουν τα θετικά και τα αρνητικά από πρώτο χέρι. Ίσως γιατί οι νέες τεχνολογίες φέρνουν σταδιακά όλο και περισσότερες πληροφορίες από όλο και μακρύτερα. Ίσως γιατί οι μεγάλες αλλαγές των τελευταίων δεκαετιών, η αστικοποίηση και η ένταξη στην ΕΕ έφεραν κοντά μας πολλά από τα στοιχεία (θετικά και αρνητικά) που θεωρούσαμε ίδιον των ξένων. Και έτσι συνειδητοποιούμε πλέον ότι οι - ανεπτυγμένοι - εταίροι μας δεν είναι ούτε «κουτόφραγκοι» αλλά ούτε και «θεοί».

11.11.06

Η περίφημη Ελληνική νοοτροπία: Μερικά παραδείγματα

Σε προηγούμενο άρθρο μου καταπιάστηκα με την, κατά την γνώμη μου επιζήμια, αντίληψη ότι μια αφηρημένη, σχεδόν μεταφυσική «Ελληνική νοοτροπία» ευθύνεται για τα δεινά αυτού του τόπου. Στο άρθρο μου αυτό παρουσιάζω μια σειρά επιπλέον χειροπιαστών παραδειγμάτων με σκοπό την απομυθοποίηση της άποψης αυτής. Κάποια μάλιστα από τα παραδείγματα αυτά προέρχονται από καθημερινές ή και προσωπικές εμπειρίες.

Θα αρχίσω με το θέμα της διαφθοράς που αποτέλεσε και το έναυσμα για το προηγούμενο άρθρο. Σε μία πρόταση του για την αντιμετώπιση αυτού του σοβαρού για την χώρα μας προβλήματος, ο δημοσιογράφος Πάσχος Μανδραβέλης προτείνει σαν λύση την δραστική μείωση του δημόσιου τομέα, ώστε να είναι ευκολότερη η αντιμετώπιση της διαφθοράς. Η πρόταση αυτή είναι μία αρκετά συνηθισμένη συνταγή για τον περιορισμό της διαφθοράς σε χώρες όπως η δική μας όπου η οικονομική ζωή εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το κράτος, και σίγουρα θα βοηθούσε. Για να πω την αλήθεια όμως δεν την θεωρώ επαρκή. Πρώτον, γιατί όσο και να περιορίσει κανείς το κράτος δεν μπορεί να το εξαλείψει εντελώς. Η πολεοδομία, για παράδειγμα, η πιο διεφθαρμένη από τις δημόσιες υπηρεσίες, είναι κρατική υπηρεσία σε όλες τις χώρες που γνωρίζω όπως και όλες οι υπηρεσίες της δημόσιας διοίκησης (του «στενού» δημόσιου τομέα). Δεύτερον, η διαφθορά δεν περιορίζεται μόνο στον δημόσιο τομέα. Δεκάδες τα σκάνδαλα στις μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες τα τελευταία χρόνια και η «διαπλοκή» καλά κρατεί παντού. Στην δε χώρα μας τα λεγόμενα «διαπλεκόμενα συμφέροντα», πίσω από τα οποία βρίσκονται μεγάλες ιδιωτικές εταιρείες, έχουν εμποδίσει πολλές προσπάθειες εξυγίανσης. Σε πολύ μικρότερα μεγέθη τα ίδια. Τα ΚΤΕΟ είναι ιδιωτικά σε πολλές χώρες της Ευρώπης αλλά πάντοτε βρίσκει κανείς κάποιον για να περάσει το σαραβαλάκι του. Η ύπαρξη διαφθοράς και στον ιδιωτικό τομέα είναι μάλλον και ο λόγος που ο πρόσφατος νόμος περί δωροδοκίας καλύπτει και αυτόν. Έχω την αίσθηση λοιπόν ότι χρειάζονται και άλλες ενέργειες για την πάταξη της διαφθοράς: Αποτελεσματική αντιμετώπιση των λεγόμενων «διαπλεκόμενων συμφερόντων», δραστικό περιορισμό της γραφειοκρατίας και αυτοματοποίηση ορισμένων εργασιών (για να μην είναι απαραίτητα τα «γρηγορόσημα»), αποτελεσματικοί διασταυρούμενοι μηχανισμοί ελέγχου με ταυτόχρονα σκληρές, πραγματικά αποτρεπτικές τιμωρίες για του επίορκους, ενημέρωση και εκπαίδευση του πολίτη για την καταγγελία περιστατικών αλλά και αποτελεσματική προστασία του μετά κτλ. Πολλές ακόμα σκέψεις μπορεί να παραθέσει κανείς. Τι κοινό έχουν οι προτάσεις αυτές με τις αντίστοιχες του κ. Μανδραβέλη; Ότι αντιμετωπίζουν το θέμα διαφθορά ως πρόβλημα προς επίλυση με συγκεκριμένα μέτρα και όχι με ευχολόγια πχ. για αλλαγή του ηθικού αναστήματος των υπαλλήλων ώστε να μην χρηματίζονται. Σίγουρα μια κοινωνία απόλυτα τίμιων θα ήταν προτιμότερη, αλλά επειδή τέτοιες δεν υπάρχουν πολλές καλό είναι να μιλάμε πολιτικά και όχι ηθικολογικά.

Θα συνεχίσω με το γνωστό «κυκλοφοριακό χάος», το οποίο δεν συναντάται ως γνωστόν στις «πολιτισμένες» χώρες της Δυτικής Ευρώπης, γιατί αυτοί εκεί «έχουν άλλη νοοτροπία», «είναι πειθαρχημένοι» κτλ. Ξεχνάμε όμως ότι στις χώρες αυτές η εκπαίδευση των οδηγών είναι πιο ουσιαστική και - κατά περίπτωση - πιο αυστηρή και περιλαμβάνει πολύ περισσότερα από το πως να πιάνεις το τιμόνι. Ότι η απόκτηση διπλώματος δεν περιλαμβάνει συνήθως «λάδωμα» της δημοσιοϋπαλληλικής μηχανής. Ότι κάποιου είδους οδηγική «παιδεία» δίδεται ήδη από το σχολείο και επαναλαμβάνεται με συγκεκριμένες ενημερωτικές δράσεις από ποικίλους φορείς. Η ADAC (η Γερμανική ΕΛΠΑ) για παράδειγμα έκανε προ κάποιων ετών πολύ μεγάλη προσπάθεια να ξαναπείσει τους Γερμανούς να φορούν την ζώνη ασφαλείας, όταν ανακάλυψε ότι τα ποσοστά χρήσης της έπεφταν με γρήγορους ρυθμούς. [Ναι, αυτό συνέβει με τους «πειθαρχημένους» Γερμανούς. Αντίθετα στην «απείθαρχη» Ελλάδα υπάρχει πολύ μεγάλη θετική διαφορά από ότι, πχ. πριν από 20 χρόνια, πιστεύω λόγω των προσπαθειών του ειδικού τύπου. Θέμα ενημέρωσης λοιπόν και όχι έμφυτης νοοτροπίας.] Ο κύριος διαφοροποιητικός παράγοντας όμως, είναι στην επιβολή των νόμων και κανόνων. Σε όλες αυτές τις χώρες οι ποινές είναι βαριές και τα πρόστιμα για παραβάσεις του ΚΟΚ «τσουχτερά», αλλά κυρίως η αστυνόμευση είναι η ανάλογη. Μέσω αυτής της αστυνόμευσης «ξαναπείστηκαν» τελικά οι Γερμανοί να φορούν την ζώνη (έλεγχοι μέσα στις πόλεις σε ανύποπτο τόπο και χρόνο και πρόστιμα χωρίς δεύτερη κουβέντα).

Θα ήθελα να διευκρινίσω, προς αποφυγήν παρεξηγήσεων ότι δεν είμαι υπέρ της υπερβολικής αστυνόμευσης ή καταστολής. Είμαι μάλιστα αντίθετος στην πρόσφατη διεθνή τάση, όπου με το πρόσχημα της αστυνόμευσης ή της ασφάλειας, δημιουργούνται τεχνολογικά προηγμένοι μηχανισμοί που μπορούν να χρησιμοποιηθούν ποικιλοτρόπως. Είναι όμως απαραίτητο να γνωρίζουμε ποιες ακριβώς μεθόδους χρησιμοποιούν οι χώρες που «θαυμάζουμε» και να μην αποδίδουμε αφελώς τις διαφορές σε μια γενική και αόριστη νοοτροπία. Εξάλλου αν ορισμένες παραβάσεις ανήκουν στην σφαίρα της ατομικής ευθύνης (ζώνη ασφαλείας) κάποιες άλλες επηρεάζουν τους γύρω μας. Πόσο συχνά όμως βλέπετε στην Ελλάδα πεζούς τροχονόμους να ρίχνουν κλήσεις για άσκοπο κορνάρισμα ή για άσκοπα μαρσαρίσματα; Ή για την παραβίαση της διάβασης πεζών; Ή για τις επικίνδυνες σφήνες των μοτοσικλετιστών; Όχι πολύ συχνά υποθέτω.

Η εκπαίδευση, η ενημέρωση και η πειθαναγκαστική επιβολή είναι λοιπόν, δυστυχώς ή ευτυχώς, που κάνουν κυρίως την διαφορά στην οδική κυκλοφορία. Υπάρχουν όμως και άλλοι παράγοντες. Από πρόσφατη έρευνα του Πολυτεχνείου μαθαίνουμε ότι το κέντρο της Αθήνας θα μπορούσε να αποσυμφορηθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό αν απομακρύνονταν τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα από τους δρόμους-κλειδιά. Μια τέτοια λύση βέβαια προϋποθέτει σημαντική υποδομή. Περιφερειακοί χώροι στάθμευσης, μέσα για τις μετακινήσεις εκεί όπου θα απαγορεύονται τα Ι.Χ. κτλ. Μας δίνει όμως μια ακόμα συμπληρωματική απάντηση για την αντιμετώπιση του κυκλοφοριακού χάους: υποδομή.

Η υποδομή αλλά και η σωστή λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών, κυρίως της τοπικής αυτοδιοίκησης, είναι που κάνουν την διαφορά και στην καθαριότητα των πόλεων. Έχω δει αρκετές πόλεις της Ευρώπης (κυρίως στην Αγγλία και στην βόρεια Γαλλία αλλά και αλλού) να παρουσιάζουν τα βράδια άθλια εικόνα (ειδικά τις Παρασκευές και τα Σάββατα): χαρτιά και μπουκάλια παντού, έντονη οσμή ούρων και ... άλλα μάλλον αηδιαστικά για να αναφερθούν. Ως δια μαγείας βέβαια την επόμενη μέρα η πόλη είναι πάλι καθαρή και παρουσιάζει την πολιτισμένη όψη που μας εντυπωσιάζει, χάρης στα συνεργεία που θα βγουν στις πέντε ή έξι το πρωί. Όψη που δεν οφείλεται στον πολιτισμό του κάθε μεθυσμένου ή νηφάλιου που διασκεδάζει, αλλά στην αποτελεσματικότητα του κράτους, που αξιοποιεί σωστά τους φόρους που αυτός πληρώνει. Στην Ελλάδα αντίθετα η ευθύνη για την καθαριότητα πέφτει και πάλι στους ώμους του πολίτη - που παρεμπιπτόντως επίσης πληρώνει φόρους. Και ο πολίτης αυτός έχει κάνει πολύ σημαντικές προόδους τις τελευταίες δεκαετίες στο να χρησιμοποιεί τα καλάθια των αχρήστων κτλ. Όταν όμως το αποτέλεσμα δεν είναι το αναμενόμενο πάλι αυτός θα κατηγορηθεί, γιατί δεν έχει την απαιτούμενη «πολιτισμένη νοοτροπία». Δεν υπονοώ βέβαια ότι θα πρέπει να αρχίσουμε να πετάμε τα σκουπίδια στους δρόμους και να περιμένουμε το κράτος να έρθει να τα μαζέψει. Αλλά ας μην μεταθέτουμε τις ευθύνες του κρατικού μηχανισμού σε μια αφηρημένη «κακή νοοτροπία» και «έλλειψη παιδείας».

Ένα κλασικό στερεότυπο που αποδίδεται στην νοοτροπία ή και στα χαρακτηριστικά μας ως λαού είναι ότι οι « Έλληνες δεν δουλεύουν», ιδιαίτερα δημοφιλής φράση παλαιότερα, λιγότερο πιστεύω σήμερα. Υποθέτω ότι κατά καιρούς θα έχετε ακούσει τις χίλιες-μύριες σχετικές «φιλοσοφίες»: ότι «είμαστε από την φύση μας τεμπέληδες», ότι «φταίει ο ζαμανφουτισμός και ο ωχαδελφισμός μας», ότι «φταίει το ζεστό μας κλίμα», μέχρι και ότι ... «φταίνε τα κακά κατάλοιπα από την Τουρκοκρατία»! Η πραγματικότητα βέβαια είναι εντελώς διαφορετική. Σύμφωνα με πολύ πρόσφατη δημοσίευση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής οι Έλληνες είναι από τους πιο σκληρά εργαζόμενους Ευρωπαίους - τουλάχιστον της ΕΕ. (Δείτε και σχετικό γράφημα). Συγκεκριμένα με μέσο όρο 40.1 ώρες εβδομαδιαίως ο Έλληνας βρίσκεται πάνω από τον Ευρωπαϊκό μέσο όρο κατά 3.5 ώρες. Τα στοιχεία αυτά δεν είναι τυχαία. Οι Έλληνες εργαζόμενοι βρίσκονται στις κορυφαίες θέσεις της λίστας πολλά χρόνια τώρα. Η γνώση αυτή είναι βέβαια εδώ και καιρό κοινός τόπος για πολλούς από εμάς, που έχουμε δουλέψει εκτός από την Ελλάδα και στο εξωτερικό. Όπως επίσης ξέρουμε το πόσο πιο ανθρώπινες είναι οι συνθήκες εργασίας σε άλλες χώρες της ΕΕ. Ο Έλληνας δουλεύει συχνά υπό συνθήκες πίεσης, χωρίς τα απαραίτητα διαλείμματα, με ασφυκτικά χρονοδιαγράμματα, σε ελλιπώς επανδρωμένα πόστα κτλ. Η προσωπική και οικογενειακή ζωή συχνά παραγκωνίζεται από τις απαιτήσεις της επαγγελματικής.

Αφού όμως έτσι είναι όπως φαίνεται τα πράγματα τότε που οφείλεται η στερεότυπη αντίληψη; Αν και τέτοια συμπεράσματα δεν μπορούν να βγουν χωρίς έρευνα θα διακινδυνεύσω μια υπόθεση, για τις κύριες αιτίες του μύθου. Πρώτον, γενίκευση της εικόνας του δημόσιου τομέα για ολόκληρη την κοινωνία. Ο δημόσιος τομέας έχει σε πολλές χώρες κακή φήμη όσον αφορά την εργατικότητα, αλλά στην Ελλάδα το πρόβλημα είναι πιο εμφανές λόγω της σχετικά μεγάλης έκτασης του και της υπέρμετρης επιρροής του σε μεγάλο μέρος της οικονομικής και κοινωνικής ζωής. Έτσι την φήμη του δημοσίου την «λούζονται» όλοι οι Έλληνες. [Για να είμαστε δίκαιοι ακόμη και στο δημόσιο υπάρχουν πολλοί εργαζόμενοι που δουλεύουν ευσυνείδητα. Αρκούν όμως ορισμένοι βολεψάκηδες, κακοί συνδικαλιστές, «κομματόσκυλα» που καταρρακώνουν την αξιοκρατία κτλ. για να δημιουργηθεί η αρνητική «κουλτούρα» που πνίγει όλες τις προσπάθειες]. Δεύτερον, η άποψη ότι οι πολίτες δεν δουλεύουν είναι πολύ χρήσιμη όταν πρέπει να δικαιολογηθούν κάποιες χαμηλές επιδόσεις της οικονομίας, κάποιες αδυναμίες του κράτους ή και του ιδιωτικού τομέα κτλ. Γιατί η παραγωγικότητα είναι χαμηλή; «Γιατί δεν δουλεύουμε αρκετά!» Μα η συνολική παραγωγικότητα μιας εταιρείας, οργανισμού, κράτους είναι συνάρτηση πολλών παραγόντων (οργάνωση, υποδομή, χρήση της τεχνολογίας, ξεκάθαρη στρατηγική κτλ.) και όχι μόνο της εργατικότητας των ατόμων. Ένας λογιστής με χαρτί και μολύβι δεν μπορεί να συναγωνισθεί έναν άλλον που χρησιμοποιεί ένα λογιστικό φύλλο ακόμα και αν δουλεύει 24 ώρες το 24ωρο. Γιατί δεν καινοτομούμε; «Γιατί δεν έχουμε τους κατάλληλους ανθρώπους.» Καλή δικαιολογία για να ξεχνάμε την έλλειψη οράματος, την αναποτελεσματική διοίκηση, την επιδίωξη του εύκολου κέρδους χωρίς μέριμνα για το μέλλον. Πως θα γίνουμε πιο ανταγωνιστικοί; «Ας ζητήσουμε από τους εργαζόμενους να δουλέψουν περισσότερο». Όπως βλέπετε ο μύθος είναι πολύ βολικός.

Θα κλείσω επαναλαμβάνοντας το συμπέρασμα του προηγούμενου άρθρου. Οφείλουμε να αποβάλουμε την πιο επιζήμια ίσως νοοτροπία μας: τον αρνητισμό και την διάχυτη απαισιοδοξία μας. Οι υπεραπλουστεύσεις, η διαιώνιση μύθων και στερεοτύπων, η συνεχής γκρίνια, η αυτολύπηση και η μη εποικοδομητική κριτική δεν βοήθησαν ποτέ κανέναν. Και εάν η θεοποίηση της περίφημης Ελληνικής νοοτροπίας είναι βολική για κάποιους λίγους δεν συμφέρει τελικά εμάς τους πολλούς. Σαν λαός έχουμε υποχρέωση να προχωρήσουμε παραπέρα. Σαν bloggers έχουμε υποχρέωση να αρθρογραφούμε ανάλογα.