22.11.06

Εμείς και οι - ανεπτυγμένοι - ξένοι

Κλείνοντας την σειρά άρθρων μου (1, 2) περί Ελληνικής νοοτροπίας θα ασχοληθώ με κάποιες απόψεις μας για τους ξένους. Και αυτό γιατί η ιδέα μας για το ξένο, για «αυτό που δεν είμαστε», καθορίζει σε κάποιο βαθμό και την γνώμη μας για αυτό που είμαστε. Το άρθρο αυτό δεν είναι βέβαια θεωρητική, επιστημονική πραγματεία για την σχέση του Έλληνα με το ξένο γενικότερα, αλλά απλή σκιαγράφηση κάποιων, κατά την γνώμη μου, συγκεκριμένων αντιλήψεων. Ούτε θα ασχοληθώ εδώ με την άποψη μας για όλους τους ξένους αλλά θα περιορισθώ στους λαούς των ανεπτυγμένων χωρών - κυρίως δε της Δυτικής / Βόρειας Ευρώπης.

Έχω λοιπόν την αίσθηση ότι όσον αφορά την γνώμη μας για αυτούς τους ξένους και τις χώρες τους ακούγονται συχνά δύο ακραίες απόψεις. Δεν μιλάω βέβαια για δύο διακριτές ομάδες Ελλήνων με ομοιογενείς, αποκρυσταλλωμένες αντιλήψεις. Επιπλέον οι περισσότεροι από εμάς δεν ασπάζονται - ευτυχώς - σοβαρά καμία από τις δύο. Δείτε λοιπόν την δήλωση αυτή από την στατιστική σκοπιά. Σαν δύο ακραίους πόλους γύρω από τους οποίους συνωστίζονται άλλες μετριοπαθέστερες απόψεις.

Κατά την πρώτη αντίληψη, οι ξένοι αυτοί και οι χώρες τους δεν είναι δα και τίποτα σπουδαίο. Τα όποια επιτεύγματά τους που είναι άξια εκτίμησης, είναι συνήθως αποτέλεσμα ευνοϊκών ιστορικών συγκυριών ή της «αδίστακτης» νοοτροπίας τους. Ή είναι αποτέλεσμα χαρακτηριστικών τους, πχ. πειθαρχίας και οργάνωσης, που έχουν πολλές κακές παρενέργειες - «μην καταντήσουμε και πρόβατα σαν αυτούς». Για τους θιασώτες της αντίληψης αυτής δεν έχουμε και πολλά να διδαχθούμε από τις χώρες αυτές. Οι πιο ακραίοι υποστηρικτές της άποψης θα ονομάσουν τους Ευρωπαίους «κουτόφραγκους», θα τους θεωρήσουν αφελείς που ξεγελιούνται εύκολα με λίγη «ανατολίτικη πονηριά». Θα τους θεωρήσουν άτομα χωρίς ιδιαίτερες ικανότητες ή ευφυΐα και στερούμενους «καπατσοσύνης». Θα ισχυριστούν ότι καλό είναι να αποφύγουμε να μυηθούμε στους τρόπους τους, θα καταδικάσουν άκριτα και συλλήβδην τις αξίες τους. Μερικοί, κινούμενοι από έναν υπεραπλουστευμένο και ίσως κακώς εννοούμενο πατριωτισμό, θα προτάξουν το επιχείρημα του σεβασμού στην ιστορία μας και της προστασίας των παραδόσεών μας. Κάποιοι θα χρησιμοποιήσουν σαν αντίβαρο αλλά και δικαιολογία, τα επιτεύγματα των προγόνων μας. Άλλοι, λιγότερο σοφιστικέ, θα κρυφτούν απλά πίσω από την ...αδιαμφισβήτητη «μαγκιά μας». Τέλος πολλοί θα αποδώσουν συλλογικά όλα τα προβλήματα μας ακριβώς σε αυτούς τους ξένους.

Η τοποθέτηση αυτή μπορεί να αποδοθεί βιαστικά σε ρατσισμό και ξενοφοβία. Θα διαφωνήσω. Ο ρατσισμός άλλωστε στρέφεται συνήθως στους πιο αδύναμους από εμάς. Νομίζω ότι τα κύρια αίτια είναι άλλα. Πρώτα η άγνοια ή η ατελής, επιφανειακή γνώση για την ιστορία και τον πολιτισμό των άλλων. Δεύτερον, η διάθεση να δικαιολογήσουμε τα προβλήματά μας ή απλά να αισθανθούμε καλύτερα, να «αναβαθμιστούμε», απαξιώνοντας το διαφορετικό ή οτιδήποτε μας φαίνεται, λανθασμένα πολλές φορές, πολύ ψηλά για να το φτάσουμε. Σαν κάποιον που δεν καταλαβαίνει γιατί βρίσκεται σε πιο άσχημη κατάσταση από κάποιον άλλο παρόλο που έχει τα προσόντα, αλλά μιας και το να κάνει κάτι για αυτό είναι δύσκολο, αποφασίζει να «τα κάνει κρεμαστάρια». Τέλος κάποιο είδος «επαρχιώτικης» ανασφάλειας που οδηγεί σε απορριπτική διάθεση. Σαν τον χωριάτη που ακούει από διαδόσεις το τι συμβαίνει στην μεγάλη πόλη και μην έχοντας μία πλήρη εικόνα, αποφασίζει από ανασφάλεια να «κάτσει στα αυγά του», βρίσκοντας τις ανάλογες δικαιολογίες. Ή που καταφέρνει τελικά να φτάσει εκεί, τρώει μερικά ηχηρά «χαστούκια» και τρέχει πίσω να προειδοποιήσει τους άλλους για τα φριχτά που συμβαίνουν εκεί.

Στον αντίποδα βρίσκεται η δεύτερη αντίληψη που αποδίδει στους ξένους, τις χώρες τους και τον πολιτισμό τους εξαιρετικά χαρακτηριστικά. Στην ήπια έκδοση της η άποψη αυτή χαρακτηρίζεται από κάποιου είδους θαυμασμό, τον οποίο θα ονομάσω «θαυμασμό του τουρίστα», για κάποια επιφανειακά χαρακτηριστικά των χωρών αυτών (αρχιτεκτονική, καθαριότητα, ωραία τραίνα, πλούσιες ...μπουτίκ κτλ.), χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το τι κρύβεται πίσω από την βιτρίνα Τα δε χαρακτηριστικά αυτά βαφτίζονται από μόνα τους επιπόλαια «πολιτισμός». Μετά μοιραία βέβαια αρχίζουν οι συγκρίσεις, για το πως θα έπρεπε και οι δικές μας πόλεις να είναι, το πως θα έπρεπε εμείς να είμαστε και δεν θα γίνουμε ποτέ (δείτε τα προηγούμενα άρθρα μου) κτλ. Όλα αυτά βέβαια χωρίς βαθιά γνώση των εκατέρωθεν πραγματικοτήτων ή των διαφόρων περιορισμών, απλά με το βλέμμα του τουρίστα. Στις «βαρύτερες» εκδόσεις της η άποψη αυτή προχωρά πολύ περισσότερο. Το ξένο εξιδανικεύεται, σχεδόν μυθοποιείται. Όλα τα χαρακτηριστικά των χωρών αυτών, με ελάχιστες εξαιρέσεις, γίνονται ξαφνικά επιθυμητά και άξια μίμησης χωρίς πολύ σκέψη. Οι νόμοι, οι υποδομές, οι αντιλήψεις και νοοτροπίες τους, η φιλοσοφία τους για την ζωή [βάλτε ότι άλλο θέλετε εδώ] είναι πάντοτε πολύ καλύτερα από τα δικά μας. Οι όποιες αδυναμίες και προβλήματα παραβλέπονται ως «μικρά», «ανούσια» ή «πρόσκαιρα». Αντίθετα τα δικά μας προβλήματα αλλά και οι αιτίες που τα προκαλούν μεγεθύνονται αναλόγως. Για τους πιο ακραίους θιασώτες της άποψης ο «Ευρωπαϊκός» ή «Δυτικός» πολιτισμός (θα εξηγήσω τα εισαγωγικά παρακάτω) θεοποιείται, αποτελεί το μόνο καλό που έχει συμβεί σε αυτόν τον πλανήτη και φυσικά δεν έχει καμία σχέση με εμάς τους «ταπεινούς ανατολίτες». Εμείς δεν έχουμε καμία συνεισφορά στον πολιτισμό αυτό, ούτε και πολλά κοινά στοιχεία. Ο δικός μας πολιτισμός είναι σαφώς υποδεέστερος, η ιστορία μας (εκτός από την αρχαία) όχι και τίποτα σπουδαίο, οι παραδόσεις μας αναχρονισμοί. Όλα τα προβλήματα μας προέρχονται ακριβώς από το ότι δεν υιοθετήσαμε όσο θα έπρεπε τον πολιτισμό αυτό ή (για κάποιους πολύ ακραίους) γιατί δεν αντικαταστήσαμε τον δικό μας εντελώς. Οι δε ξένοι δεν έπαιξαν ποτέ κανένα αρνητικό ρόλο στην ιστορία μας ή και αν έπαιξαν είχαν πάντοτε πολύ καλούς, ανώτερους λόγους.

Όπως και στην πρώτη περίπτωση η τοποθέτηση αυτή μπορεί βιαστικά να αποδοθεί σε υπέρμετρη «ξενοφιλία» ή ακόμα και ... «ανθελληνισμό». Και πάλι θα διαφωνήσω. Ένας παράγοντας είναι και πάλι κατά την γνώμη μου η άγνοια, αυτή την φορά του δικού μας πολιτισμού και ιστορίας. Ένας δεύτερος είναι η απόλυτη λογική στις κρίσεις για το τι είναι «καλό» και «κακό», ο στενός ορισμός του πολιτισμού αλλά και η τάση για ερμηνεία της ιστορίας από ένα και μόνο οπτικό πρίσμα. Εξίσου σοβαρό όμως αίτιο είναι και πάλι μια «επαρχιώτικη» νοοτροπία, αντίθετη από την προηγούμενη. Η λογική του χωριάτη που επισκέπτεται την μεγάλη πόλη και θαμπώνεται από τα φώτα της τόσο ώστε να μην μπορεί να δει την ουσία της και τα όποια προβλήματά της. Ή του μετανάστη που όταν γυρίζει κάποια στιγμή στον τόπο του (με την απαραίτητη ΒΜW) έχει κάθε συμφέρον (ή έτσι νομίζει) να εξυψώνει την παραμονή του στο εξωτερικό αφού αυτός, αντίθετα από του άλλους συντοπίτες του «ήταν εκεί», «πήρε τα φώτα» τους. Ανάλογη η περίπτωση και κάποιων που φοίτησαν έξω, και προσπαθούν να εξαργυρώσουν το ξένο πτυχίο τους, εξιδανικεύοντας την κατάσταση εκεί και μειώνοντας την κατάσταση εδώ. [ Πριν θιχτεί κάποιος: Έχω κάνει μεγάλο μέρος των σπουδών μου εκτός Ελλάδας και έχω εργαστεί επιτυχημένα για πολλά χρόνια σε Ευρωπαϊκές χώρες σε μάλλον ζηλευτές θέσεις. Έχω όμως συναίσθηση των περιορισμών της Ελλάδας, γνωρίζω ότι υπάρχουν και .. εγχώριας παραγωγής ταλαντούχοι άνθρωποι και δεν περιμένω να με υποδεχθούν σαν σωτήρα.].

Είναι κατά την γνώμη μου φανερό ότι και οι δύο αυτές αντιλήψεις έχουν σαθρές βάσεις, βασίζονται σε σοβαρές υπεραπλουστεύσεις, αυθαίρετες παραδοχές και μισές αλήθειες, αναμεμιγμένες με μεγάλη δόση συναισθηματισμού. Αν οι ξένοι είναι τόσο αφελείς ή ανίκανοι τότε γιατί βρίσκονται σε καλύτερη θέση από εμάς; Η ευνοϊκή ιστορική συγκυρία από μόνη της δεν μπορεί να αντικαταστήσει τις ικανότητες, και σίγουρα ποτέ τίποτα πολύ σημαντικό δεν έγινε από βλάκες. Από την άλλη, το να αμφισβητεί κανείς τις ιδιαίτερα δυσμενείς συνθήκες στις οποίες βρέθηκε ο λαός μας (όπως και άλλοι λαοί της περιοχής μας) σε βάθος εκατονταετιών είναι ιστορική εθελοτυφλία. Δεν βρίσκουμε στην Αθήνα αρχιτεκτονικά αριστουργήματα 250 ετών (και βάλε) όπως πχ. στην Βιέννη, γιατί η πρώτη δεν ήταν τότε πρωτεύουσα μια κραταιάς αυτοκρατορίας, αλλά υπό ξενικό ζυγό. Από την άλλη πάλι δεν μπορούμε να θεωρούμε υπεύθυνη την ... Τουρκοκρατία (ναι, έχουν ακουστεί και αυτά) για την σημερινή κατάσταση της οικονομίας ή για την άναρχη δόμηση του ’60. Κάνοντας όμως πάλι στροφή είναι ουτοπικό να περιμένουμε η Ελλάδα να βρεθεί ξαφνικά στα επίπεδα της Βρετανίας ή της Δανίας, χωρών με εντελώς διαφορετική ιστορία. Και ας μην ξεχνάμε ότι η πρόοδος της χώρας μας μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, παρόλο που απέχει πολύ από αυτό που θα μπορούσαμε, φαντάζει εντυπωσιακή στα μάτια πολλών Ευρωπαίων.

Θα μπορούσαμε να παίζουμε αυτό το γαϊτανάκι για ώρες αλλά νομίζω καταλαβαίνετε τι εννοώ. Θα έρθω λοιπόν σε εκείνα τα εισαγωγικά γύρω από το «Ευρωπαϊκός» ή «Δυτικός» όσον αφορά τον πολιτισμό. Το θέμα είναι τεράστιο και δεν θα αγγίξω την ουσία του εδώ. Θα παρατηρήσω όμως ότι δεν υπάρχει ένας αυστηρά οριοθετημένος Ευρωπαϊκός και πολύ περισσότερο Δυτικός πολιτισμός για να αντιπαραβάλουμε με τον δικό μας. Ούτε κανείς δικαιούται να μονοπωλεί τίτλους κυριότητας. Ο Ευρωπαϊκός πολιτισμός δεν περιορίζεται στον συχνά προβαλλόμενο της Δυτικής και Βόρειας Ευρώπης αλλά περιλαμβάνει και αυτόν της Νότιας, Κεντρικής και Ανατολικής. Η δε Δυτική Ευρώπη ανακαλύπτει τα τελευταία χρόνια, με αλλεπάλληλες εκθέσεις και εκδόσεις βιβλίων ότι, το Βυζάντιο για παράδειγμα είναι εξίσου Ευρώπη με την Ρώμη. Η Ελλάδα, μια από τις εσχατιές της Δύσης, είναι ταυτόχρονα και ένας από τους μεγαλύτερους συνεισφορείς στον πολιτισμό της και δεν έχει κανένα λόγο να αυτοδιαχωρίζεται από αυτήν. Σε πρακτικό επίπεδο, φράσεις όπως «στην Ευρώπη ο νόμοι είναι έτσι» ή «οι πόλεις φτιάχνονται έτσι» είναι άσχετες γενικεύσεις καθώς οι χώρες, αλλά ακόμα και περιοχές εντός της ίδιας χώρας, διαφέρουν πολύ μεταξύ τους. Δεν είναι ίδιο το Βρετανικό με το Γερμανικό δίκαιο και τα όποια κοινά στοιχεία διαθέτουν τα μοιράζεται και το Ελληνικό.

Πέρα όμως από ανεδαφικές οι δύο αυτές ακραίες τοποθετήσεις είναι και επιζήμιες. Η πρώτη γιατί στενεύει απελπιστικά τους ορίζοντες του πολιτισμού μας αλλά και του μυαλού μας. Μας αποστερεί από ιδέες που έχουν ήδη αποδείξει την αξία τους αλλά και από λύσεις που δεν χρειάζεται να ξανανακαλυφθούν. Μας απομονώνει σε μια εποχή που κάτι τέτοιο μπορεί να αποδειχθεί επικίνδυνο.

Η δεύτερη γιατί μέσα από μία ψευδή εικόνα για τους άλλους και τον εαυτό μας μπορεί να μας οδηγήσει σε λάθος δρόμους, στο κυνήγι μιας χίμαιρας, όπου το ιδανικό γίνεται ο μεγαλύτερος εχθρός του καλού. Μας παρασύρει στην επίλυση ανύπαρκτων προβλημάτων, στην εφεύρεση λύσεων πιθανώς ακατάλληλων για την πραγματικότητά μας όπως και στην υιοθέτηση μέτρων που μπορεί να είναι απλά λάθος αλλά ακολουθούνται από μιμητισμό. Το χειρότερο όμως είναι ότι μειώνει την αυτοεκτίμηση μας, την πίστη μας στα θετικά στοιχεία του ιδιαίτερου πολιτισμού μας (που είναι πολλά), και καλλιεργεί τον αρνητισμό και την μιζέρια.

Θέλω να πιστεύω ότι και οι δύο ακραίες απόψεις βρίσκουν όλο και μικρότερη αποδοχή στην κοινωνία μας. Ίσως γιατί οι Έλληνες ταξιδεύουν πλέον όλο και περισσότερο, σπουδάζουν, δουλεύουν και ζουν στην Ευρώπη και αλλού, βλέπουν τα θετικά και τα αρνητικά από πρώτο χέρι. Ίσως γιατί οι νέες τεχνολογίες φέρνουν σταδιακά όλο και περισσότερες πληροφορίες από όλο και μακρύτερα. Ίσως γιατί οι μεγάλες αλλαγές των τελευταίων δεκαετιών, η αστικοποίηση και η ένταξη στην ΕΕ έφεραν κοντά μας πολλά από τα στοιχεία (θετικά και αρνητικά) που θεωρούσαμε ίδιον των ξένων. Και έτσι συνειδητοποιούμε πλέον ότι οι - ανεπτυγμένοι - εταίροι μας δεν είναι ούτε «κουτόφραγκοι» αλλά ούτε και «θεοί».

11.11.06

Η περίφημη Ελληνική νοοτροπία: Μερικά παραδείγματα

Σε προηγούμενο άρθρο μου καταπιάστηκα με την, κατά την γνώμη μου επιζήμια, αντίληψη ότι μια αφηρημένη, σχεδόν μεταφυσική «Ελληνική νοοτροπία» ευθύνεται για τα δεινά αυτού του τόπου. Στο άρθρο μου αυτό παρουσιάζω μια σειρά επιπλέον χειροπιαστών παραδειγμάτων με σκοπό την απομυθοποίηση της άποψης αυτής. Κάποια μάλιστα από τα παραδείγματα αυτά προέρχονται από καθημερινές ή και προσωπικές εμπειρίες.

Θα αρχίσω με το θέμα της διαφθοράς που αποτέλεσε και το έναυσμα για το προηγούμενο άρθρο. Σε μία πρόταση του για την αντιμετώπιση αυτού του σοβαρού για την χώρα μας προβλήματος, ο δημοσιογράφος Πάσχος Μανδραβέλης προτείνει σαν λύση την δραστική μείωση του δημόσιου τομέα, ώστε να είναι ευκολότερη η αντιμετώπιση της διαφθοράς. Η πρόταση αυτή είναι μία αρκετά συνηθισμένη συνταγή για τον περιορισμό της διαφθοράς σε χώρες όπως η δική μας όπου η οικονομική ζωή εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το κράτος, και σίγουρα θα βοηθούσε. Για να πω την αλήθεια όμως δεν την θεωρώ επαρκή. Πρώτον, γιατί όσο και να περιορίσει κανείς το κράτος δεν μπορεί να το εξαλείψει εντελώς. Η πολεοδομία, για παράδειγμα, η πιο διεφθαρμένη από τις δημόσιες υπηρεσίες, είναι κρατική υπηρεσία σε όλες τις χώρες που γνωρίζω όπως και όλες οι υπηρεσίες της δημόσιας διοίκησης (του «στενού» δημόσιου τομέα). Δεύτερον, η διαφθορά δεν περιορίζεται μόνο στον δημόσιο τομέα. Δεκάδες τα σκάνδαλα στις μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες τα τελευταία χρόνια και η «διαπλοκή» καλά κρατεί παντού. Στην δε χώρα μας τα λεγόμενα «διαπλεκόμενα συμφέροντα», πίσω από τα οποία βρίσκονται μεγάλες ιδιωτικές εταιρείες, έχουν εμποδίσει πολλές προσπάθειες εξυγίανσης. Σε πολύ μικρότερα μεγέθη τα ίδια. Τα ΚΤΕΟ είναι ιδιωτικά σε πολλές χώρες της Ευρώπης αλλά πάντοτε βρίσκει κανείς κάποιον για να περάσει το σαραβαλάκι του. Η ύπαρξη διαφθοράς και στον ιδιωτικό τομέα είναι μάλλον και ο λόγος που ο πρόσφατος νόμος περί δωροδοκίας καλύπτει και αυτόν. Έχω την αίσθηση λοιπόν ότι χρειάζονται και άλλες ενέργειες για την πάταξη της διαφθοράς: Αποτελεσματική αντιμετώπιση των λεγόμενων «διαπλεκόμενων συμφερόντων», δραστικό περιορισμό της γραφειοκρατίας και αυτοματοποίηση ορισμένων εργασιών (για να μην είναι απαραίτητα τα «γρηγορόσημα»), αποτελεσματικοί διασταυρούμενοι μηχανισμοί ελέγχου με ταυτόχρονα σκληρές, πραγματικά αποτρεπτικές τιμωρίες για του επίορκους, ενημέρωση και εκπαίδευση του πολίτη για την καταγγελία περιστατικών αλλά και αποτελεσματική προστασία του μετά κτλ. Πολλές ακόμα σκέψεις μπορεί να παραθέσει κανείς. Τι κοινό έχουν οι προτάσεις αυτές με τις αντίστοιχες του κ. Μανδραβέλη; Ότι αντιμετωπίζουν το θέμα διαφθορά ως πρόβλημα προς επίλυση με συγκεκριμένα μέτρα και όχι με ευχολόγια πχ. για αλλαγή του ηθικού αναστήματος των υπαλλήλων ώστε να μην χρηματίζονται. Σίγουρα μια κοινωνία απόλυτα τίμιων θα ήταν προτιμότερη, αλλά επειδή τέτοιες δεν υπάρχουν πολλές καλό είναι να μιλάμε πολιτικά και όχι ηθικολογικά.

Θα συνεχίσω με το γνωστό «κυκλοφοριακό χάος», το οποίο δεν συναντάται ως γνωστόν στις «πολιτισμένες» χώρες της Δυτικής Ευρώπης, γιατί αυτοί εκεί «έχουν άλλη νοοτροπία», «είναι πειθαρχημένοι» κτλ. Ξεχνάμε όμως ότι στις χώρες αυτές η εκπαίδευση των οδηγών είναι πιο ουσιαστική και - κατά περίπτωση - πιο αυστηρή και περιλαμβάνει πολύ περισσότερα από το πως να πιάνεις το τιμόνι. Ότι η απόκτηση διπλώματος δεν περιλαμβάνει συνήθως «λάδωμα» της δημοσιοϋπαλληλικής μηχανής. Ότι κάποιου είδους οδηγική «παιδεία» δίδεται ήδη από το σχολείο και επαναλαμβάνεται με συγκεκριμένες ενημερωτικές δράσεις από ποικίλους φορείς. Η ADAC (η Γερμανική ΕΛΠΑ) για παράδειγμα έκανε προ κάποιων ετών πολύ μεγάλη προσπάθεια να ξαναπείσει τους Γερμανούς να φορούν την ζώνη ασφαλείας, όταν ανακάλυψε ότι τα ποσοστά χρήσης της έπεφταν με γρήγορους ρυθμούς. [Ναι, αυτό συνέβει με τους «πειθαρχημένους» Γερμανούς. Αντίθετα στην «απείθαρχη» Ελλάδα υπάρχει πολύ μεγάλη θετική διαφορά από ότι, πχ. πριν από 20 χρόνια, πιστεύω λόγω των προσπαθειών του ειδικού τύπου. Θέμα ενημέρωσης λοιπόν και όχι έμφυτης νοοτροπίας.] Ο κύριος διαφοροποιητικός παράγοντας όμως, είναι στην επιβολή των νόμων και κανόνων. Σε όλες αυτές τις χώρες οι ποινές είναι βαριές και τα πρόστιμα για παραβάσεις του ΚΟΚ «τσουχτερά», αλλά κυρίως η αστυνόμευση είναι η ανάλογη. Μέσω αυτής της αστυνόμευσης «ξαναπείστηκαν» τελικά οι Γερμανοί να φορούν την ζώνη (έλεγχοι μέσα στις πόλεις σε ανύποπτο τόπο και χρόνο και πρόστιμα χωρίς δεύτερη κουβέντα).

Θα ήθελα να διευκρινίσω, προς αποφυγήν παρεξηγήσεων ότι δεν είμαι υπέρ της υπερβολικής αστυνόμευσης ή καταστολής. Είμαι μάλιστα αντίθετος στην πρόσφατη διεθνή τάση, όπου με το πρόσχημα της αστυνόμευσης ή της ασφάλειας, δημιουργούνται τεχνολογικά προηγμένοι μηχανισμοί που μπορούν να χρησιμοποιηθούν ποικιλοτρόπως. Είναι όμως απαραίτητο να γνωρίζουμε ποιες ακριβώς μεθόδους χρησιμοποιούν οι χώρες που «θαυμάζουμε» και να μην αποδίδουμε αφελώς τις διαφορές σε μια γενική και αόριστη νοοτροπία. Εξάλλου αν ορισμένες παραβάσεις ανήκουν στην σφαίρα της ατομικής ευθύνης (ζώνη ασφαλείας) κάποιες άλλες επηρεάζουν τους γύρω μας. Πόσο συχνά όμως βλέπετε στην Ελλάδα πεζούς τροχονόμους να ρίχνουν κλήσεις για άσκοπο κορνάρισμα ή για άσκοπα μαρσαρίσματα; Ή για την παραβίαση της διάβασης πεζών; Ή για τις επικίνδυνες σφήνες των μοτοσικλετιστών; Όχι πολύ συχνά υποθέτω.

Η εκπαίδευση, η ενημέρωση και η πειθαναγκαστική επιβολή είναι λοιπόν, δυστυχώς ή ευτυχώς, που κάνουν κυρίως την διαφορά στην οδική κυκλοφορία. Υπάρχουν όμως και άλλοι παράγοντες. Από πρόσφατη έρευνα του Πολυτεχνείου μαθαίνουμε ότι το κέντρο της Αθήνας θα μπορούσε να αποσυμφορηθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό αν απομακρύνονταν τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα από τους δρόμους-κλειδιά. Μια τέτοια λύση βέβαια προϋποθέτει σημαντική υποδομή. Περιφερειακοί χώροι στάθμευσης, μέσα για τις μετακινήσεις εκεί όπου θα απαγορεύονται τα Ι.Χ. κτλ. Μας δίνει όμως μια ακόμα συμπληρωματική απάντηση για την αντιμετώπιση του κυκλοφοριακού χάους: υποδομή.

Η υποδομή αλλά και η σωστή λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών, κυρίως της τοπικής αυτοδιοίκησης, είναι που κάνουν την διαφορά και στην καθαριότητα των πόλεων. Έχω δει αρκετές πόλεις της Ευρώπης (κυρίως στην Αγγλία και στην βόρεια Γαλλία αλλά και αλλού) να παρουσιάζουν τα βράδια άθλια εικόνα (ειδικά τις Παρασκευές και τα Σάββατα): χαρτιά και μπουκάλια παντού, έντονη οσμή ούρων και ... άλλα μάλλον αηδιαστικά για να αναφερθούν. Ως δια μαγείας βέβαια την επόμενη μέρα η πόλη είναι πάλι καθαρή και παρουσιάζει την πολιτισμένη όψη που μας εντυπωσιάζει, χάρης στα συνεργεία που θα βγουν στις πέντε ή έξι το πρωί. Όψη που δεν οφείλεται στον πολιτισμό του κάθε μεθυσμένου ή νηφάλιου που διασκεδάζει, αλλά στην αποτελεσματικότητα του κράτους, που αξιοποιεί σωστά τους φόρους που αυτός πληρώνει. Στην Ελλάδα αντίθετα η ευθύνη για την καθαριότητα πέφτει και πάλι στους ώμους του πολίτη - που παρεμπιπτόντως επίσης πληρώνει φόρους. Και ο πολίτης αυτός έχει κάνει πολύ σημαντικές προόδους τις τελευταίες δεκαετίες στο να χρησιμοποιεί τα καλάθια των αχρήστων κτλ. Όταν όμως το αποτέλεσμα δεν είναι το αναμενόμενο πάλι αυτός θα κατηγορηθεί, γιατί δεν έχει την απαιτούμενη «πολιτισμένη νοοτροπία». Δεν υπονοώ βέβαια ότι θα πρέπει να αρχίσουμε να πετάμε τα σκουπίδια στους δρόμους και να περιμένουμε το κράτος να έρθει να τα μαζέψει. Αλλά ας μην μεταθέτουμε τις ευθύνες του κρατικού μηχανισμού σε μια αφηρημένη «κακή νοοτροπία» και «έλλειψη παιδείας».

Ένα κλασικό στερεότυπο που αποδίδεται στην νοοτροπία ή και στα χαρακτηριστικά μας ως λαού είναι ότι οι « Έλληνες δεν δουλεύουν», ιδιαίτερα δημοφιλής φράση παλαιότερα, λιγότερο πιστεύω σήμερα. Υποθέτω ότι κατά καιρούς θα έχετε ακούσει τις χίλιες-μύριες σχετικές «φιλοσοφίες»: ότι «είμαστε από την φύση μας τεμπέληδες», ότι «φταίει ο ζαμανφουτισμός και ο ωχαδελφισμός μας», ότι «φταίει το ζεστό μας κλίμα», μέχρι και ότι ... «φταίνε τα κακά κατάλοιπα από την Τουρκοκρατία»! Η πραγματικότητα βέβαια είναι εντελώς διαφορετική. Σύμφωνα με πολύ πρόσφατη δημοσίευση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής οι Έλληνες είναι από τους πιο σκληρά εργαζόμενους Ευρωπαίους - τουλάχιστον της ΕΕ. (Δείτε και σχετικό γράφημα). Συγκεκριμένα με μέσο όρο 40.1 ώρες εβδομαδιαίως ο Έλληνας βρίσκεται πάνω από τον Ευρωπαϊκό μέσο όρο κατά 3.5 ώρες. Τα στοιχεία αυτά δεν είναι τυχαία. Οι Έλληνες εργαζόμενοι βρίσκονται στις κορυφαίες θέσεις της λίστας πολλά χρόνια τώρα. Η γνώση αυτή είναι βέβαια εδώ και καιρό κοινός τόπος για πολλούς από εμάς, που έχουμε δουλέψει εκτός από την Ελλάδα και στο εξωτερικό. Όπως επίσης ξέρουμε το πόσο πιο ανθρώπινες είναι οι συνθήκες εργασίας σε άλλες χώρες της ΕΕ. Ο Έλληνας δουλεύει συχνά υπό συνθήκες πίεσης, χωρίς τα απαραίτητα διαλείμματα, με ασφυκτικά χρονοδιαγράμματα, σε ελλιπώς επανδρωμένα πόστα κτλ. Η προσωπική και οικογενειακή ζωή συχνά παραγκωνίζεται από τις απαιτήσεις της επαγγελματικής.

Αφού όμως έτσι είναι όπως φαίνεται τα πράγματα τότε που οφείλεται η στερεότυπη αντίληψη; Αν και τέτοια συμπεράσματα δεν μπορούν να βγουν χωρίς έρευνα θα διακινδυνεύσω μια υπόθεση, για τις κύριες αιτίες του μύθου. Πρώτον, γενίκευση της εικόνας του δημόσιου τομέα για ολόκληρη την κοινωνία. Ο δημόσιος τομέας έχει σε πολλές χώρες κακή φήμη όσον αφορά την εργατικότητα, αλλά στην Ελλάδα το πρόβλημα είναι πιο εμφανές λόγω της σχετικά μεγάλης έκτασης του και της υπέρμετρης επιρροής του σε μεγάλο μέρος της οικονομικής και κοινωνικής ζωής. Έτσι την φήμη του δημοσίου την «λούζονται» όλοι οι Έλληνες. [Για να είμαστε δίκαιοι ακόμη και στο δημόσιο υπάρχουν πολλοί εργαζόμενοι που δουλεύουν ευσυνείδητα. Αρκούν όμως ορισμένοι βολεψάκηδες, κακοί συνδικαλιστές, «κομματόσκυλα» που καταρρακώνουν την αξιοκρατία κτλ. για να δημιουργηθεί η αρνητική «κουλτούρα» που πνίγει όλες τις προσπάθειες]. Δεύτερον, η άποψη ότι οι πολίτες δεν δουλεύουν είναι πολύ χρήσιμη όταν πρέπει να δικαιολογηθούν κάποιες χαμηλές επιδόσεις της οικονομίας, κάποιες αδυναμίες του κράτους ή και του ιδιωτικού τομέα κτλ. Γιατί η παραγωγικότητα είναι χαμηλή; «Γιατί δεν δουλεύουμε αρκετά!» Μα η συνολική παραγωγικότητα μιας εταιρείας, οργανισμού, κράτους είναι συνάρτηση πολλών παραγόντων (οργάνωση, υποδομή, χρήση της τεχνολογίας, ξεκάθαρη στρατηγική κτλ.) και όχι μόνο της εργατικότητας των ατόμων. Ένας λογιστής με χαρτί και μολύβι δεν μπορεί να συναγωνισθεί έναν άλλον που χρησιμοποιεί ένα λογιστικό φύλλο ακόμα και αν δουλεύει 24 ώρες το 24ωρο. Γιατί δεν καινοτομούμε; «Γιατί δεν έχουμε τους κατάλληλους ανθρώπους.» Καλή δικαιολογία για να ξεχνάμε την έλλειψη οράματος, την αναποτελεσματική διοίκηση, την επιδίωξη του εύκολου κέρδους χωρίς μέριμνα για το μέλλον. Πως θα γίνουμε πιο ανταγωνιστικοί; «Ας ζητήσουμε από τους εργαζόμενους να δουλέψουν περισσότερο». Όπως βλέπετε ο μύθος είναι πολύ βολικός.

Θα κλείσω επαναλαμβάνοντας το συμπέρασμα του προηγούμενου άρθρου. Οφείλουμε να αποβάλουμε την πιο επιζήμια ίσως νοοτροπία μας: τον αρνητισμό και την διάχυτη απαισιοδοξία μας. Οι υπεραπλουστεύσεις, η διαιώνιση μύθων και στερεοτύπων, η συνεχής γκρίνια, η αυτολύπηση και η μη εποικοδομητική κριτική δεν βοήθησαν ποτέ κανέναν. Και εάν η θεοποίηση της περίφημης Ελληνικής νοοτροπίας είναι βολική για κάποιους λίγους δεν συμφέρει τελικά εμάς τους πολλούς. Σαν λαός έχουμε υποχρέωση να προχωρήσουμε παραπέρα. Σαν bloggers έχουμε υποχρέωση να αρθρογραφούμε ανάλογα.

5.11.06

Αλλαγή εμφάνισης

Όπως βλέπετε άλλαξα τους χρωματικούς συνδυασμούς του blog καθώς όπως με πληροφόρησε αναγνώστης ήταν δυσανάγνωστο. Η μορφή παραμένει η ίδια – μία από τις τυπικές που παρέχει ο blogger καθώς δεν έχω δυστυχώς τον χρόνο να ασχοληθώ σοβαρά με τον σχεδιασμό της σελίδας. Απέφυγα και πάλι το άσπρο υπόβαθρο καθώς το βρίσκω μάλλον κοινότυπο. Παρακαλώ πείτε μου την γνώμη σας και αν συνεχίζει να είναι δυσανάγνωστο θα δω τι μπορώ να κάνω.

Με την ευκαιρία θα ήθελα να ευχαριστήσω όσους με διαβάζουν και όσους καταχωρούν σχόλια Δυστυχώς λόγω σοβαρής έλλειψης χρόνου δεν γράφω για την ώρα συχνά. Ελπίζω στο μέλλον να είναι καλύτερα τα πράγματα.