Εμείς και οι - ανεπτυγμένοι - ξένοι
Κλείνοντας την σειρά άρθρων μου (1, 2) περί Ελληνικής νοοτροπίας θα ασχοληθώ με κάποιες απόψεις μας για τους ξένους. Και αυτό γιατί η ιδέα μας για το ξένο, για «αυτό που δεν είμαστε», καθορίζει σε κάποιο βαθμό και την γνώμη μας για αυτό που είμαστε. Το άρθρο αυτό δεν είναι βέβαια θεωρητική, επιστημονική πραγματεία για την σχέση του Έλληνα με το ξένο γενικότερα, αλλά απλή σκιαγράφηση κάποιων, κατά την γνώμη μου, συγκεκριμένων αντιλήψεων. Ούτε θα ασχοληθώ εδώ με την άποψη μας για όλους τους ξένους αλλά θα περιορισθώ στους λαούς των ανεπτυγμένων χωρών - κυρίως δε της Δυτικής / Βόρειας Ευρώπης.
Έχω λοιπόν την αίσθηση ότι όσον αφορά την γνώμη μας για αυτούς τους ξένους και τις χώρες τους ακούγονται συχνά δύο ακραίες απόψεις. Δεν μιλάω βέβαια για δύο διακριτές ομάδες Ελλήνων με ομοιογενείς, αποκρυσταλλωμένες αντιλήψεις. Επιπλέον οι περισσότεροι από εμάς δεν ασπάζονται - ευτυχώς - σοβαρά καμία από τις δύο. Δείτε λοιπόν την δήλωση αυτή από την στατιστική σκοπιά. Σαν δύο ακραίους πόλους γύρω από τους οποίους συνωστίζονται άλλες μετριοπαθέστερες απόψεις.
Κατά την πρώτη αντίληψη, οι ξένοι αυτοί και οι χώρες τους δεν είναι δα και τίποτα σπουδαίο. Τα όποια επιτεύγματά τους που είναι άξια εκτίμησης, είναι συνήθως αποτέλεσμα ευνοϊκών ιστορικών συγκυριών ή της «αδίστακτης» νοοτροπίας τους. Ή είναι αποτέλεσμα χαρακτηριστικών τους, πχ. πειθαρχίας και οργάνωσης, που έχουν πολλές κακές παρενέργειες - «μην καταντήσουμε και πρόβατα σαν αυτούς». Για τους θιασώτες της αντίληψης αυτής δεν έχουμε και πολλά να διδαχθούμε από τις χώρες αυτές. Οι πιο ακραίοι υποστηρικτές της άποψης θα ονομάσουν τους Ευρωπαίους «κουτόφραγκους», θα τους θεωρήσουν αφελείς που ξεγελιούνται εύκολα με λίγη «ανατολίτικη πονηριά». Θα τους θεωρήσουν άτομα χωρίς ιδιαίτερες ικανότητες ή ευφυΐα και στερούμενους «καπατσοσύνης». Θα ισχυριστούν ότι καλό είναι να αποφύγουμε να μυηθούμε στους τρόπους τους, θα καταδικάσουν άκριτα και συλλήβδην τις αξίες τους. Μερικοί, κινούμενοι από έναν υπεραπλουστευμένο και ίσως κακώς εννοούμενο πατριωτισμό, θα προτάξουν το επιχείρημα του σεβασμού στην ιστορία μας και της προστασίας των παραδόσεών μας. Κάποιοι θα χρησιμοποιήσουν σαν αντίβαρο αλλά και δικαιολογία, τα επιτεύγματα των προγόνων μας. Άλλοι, λιγότερο σοφιστικέ, θα κρυφτούν απλά πίσω από την ...αδιαμφισβήτητη «μαγκιά μας». Τέλος πολλοί θα αποδώσουν συλλογικά όλα τα προβλήματα μας ακριβώς σε αυτούς τους ξένους.
Η τοποθέτηση αυτή μπορεί να αποδοθεί βιαστικά σε ρατσισμό και ξενοφοβία. Θα διαφωνήσω. Ο ρατσισμός άλλωστε στρέφεται συνήθως στους πιο αδύναμους από εμάς. Νομίζω ότι τα κύρια αίτια είναι άλλα. Πρώτα η άγνοια ή η ατελής, επιφανειακή γνώση για την ιστορία και τον πολιτισμό των άλλων. Δεύτερον, η διάθεση να δικαιολογήσουμε τα προβλήματά μας ή απλά να αισθανθούμε καλύτερα, να «αναβαθμιστούμε», απαξιώνοντας το διαφορετικό ή οτιδήποτε μας φαίνεται, λανθασμένα πολλές φορές, πολύ ψηλά για να το φτάσουμε. Σαν κάποιον που δεν καταλαβαίνει γιατί βρίσκεται σε πιο άσχημη κατάσταση από κάποιον άλλο παρόλο που έχει τα προσόντα, αλλά μιας και το να κάνει κάτι για αυτό είναι δύσκολο, αποφασίζει να «τα κάνει κρεμαστάρια». Τέλος κάποιο είδος «επαρχιώτικης» ανασφάλειας που οδηγεί σε απορριπτική διάθεση. Σαν τον χωριάτη που ακούει από διαδόσεις το τι συμβαίνει στην μεγάλη πόλη και μην έχοντας μία πλήρη εικόνα, αποφασίζει από ανασφάλεια να «κάτσει στα αυγά του», βρίσκοντας τις ανάλογες δικαιολογίες. Ή που καταφέρνει τελικά να φτάσει εκεί, τρώει μερικά ηχηρά «χαστούκια» και τρέχει πίσω να προειδοποιήσει τους άλλους για τα φριχτά που συμβαίνουν εκεί.
Στον αντίποδα βρίσκεται η δεύτερη αντίληψη που αποδίδει στους ξένους, τις χώρες τους και τον πολιτισμό τους εξαιρετικά χαρακτηριστικά. Στην ήπια έκδοση της η άποψη αυτή χαρακτηρίζεται από κάποιου είδους θαυμασμό, τον οποίο θα ονομάσω «θαυμασμό του τουρίστα», για κάποια επιφανειακά χαρακτηριστικά των χωρών αυτών (αρχιτεκτονική, καθαριότητα, ωραία τραίνα, πλούσιες ...μπουτίκ κτλ.), χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το τι κρύβεται πίσω από την βιτρίνα Τα δε χαρακτηριστικά αυτά βαφτίζονται από μόνα τους επιπόλαια «πολιτισμός». Μετά μοιραία βέβαια αρχίζουν οι συγκρίσεις, για το πως θα έπρεπε και οι δικές μας πόλεις να είναι, το πως θα έπρεπε εμείς να είμαστε και δεν θα γίνουμε ποτέ (δείτε τα προηγούμενα άρθρα μου) κτλ. Όλα αυτά βέβαια χωρίς βαθιά γνώση των εκατέρωθεν πραγματικοτήτων ή των διαφόρων περιορισμών, απλά με το βλέμμα του τουρίστα. Στις «βαρύτερες» εκδόσεις της η άποψη αυτή προχωρά πολύ περισσότερο. Το ξένο εξιδανικεύεται, σχεδόν μυθοποιείται. Όλα τα χαρακτηριστικά των χωρών αυτών, με ελάχιστες εξαιρέσεις, γίνονται ξαφνικά επιθυμητά και άξια μίμησης χωρίς πολύ σκέψη. Οι νόμοι, οι υποδομές, οι αντιλήψεις και νοοτροπίες τους, η φιλοσοφία τους για την ζωή [βάλτε ότι άλλο θέλετε εδώ] είναι πάντοτε πολύ καλύτερα από τα δικά μας. Οι όποιες αδυναμίες και προβλήματα παραβλέπονται ως «μικρά», «ανούσια» ή «πρόσκαιρα». Αντίθετα τα δικά μας προβλήματα αλλά και οι αιτίες που τα προκαλούν μεγεθύνονται αναλόγως. Για τους πιο ακραίους θιασώτες της άποψης ο «Ευρωπαϊκός» ή «Δυτικός» πολιτισμός (θα εξηγήσω τα εισαγωγικά παρακάτω) θεοποιείται, αποτελεί το μόνο καλό που έχει συμβεί σε αυτόν τον πλανήτη και φυσικά δεν έχει καμία σχέση με εμάς τους «ταπεινούς ανατολίτες». Εμείς δεν έχουμε καμία συνεισφορά στον πολιτισμό αυτό, ούτε και πολλά κοινά στοιχεία. Ο δικός μας πολιτισμός είναι σαφώς υποδεέστερος, η ιστορία μας (εκτός από την αρχαία) όχι και τίποτα σπουδαίο, οι παραδόσεις μας αναχρονισμοί. Όλα τα προβλήματα μας προέρχονται ακριβώς από το ότι δεν υιοθετήσαμε όσο θα έπρεπε τον πολιτισμό αυτό ή (για κάποιους πολύ ακραίους) γιατί δεν αντικαταστήσαμε τον δικό μας εντελώς. Οι δε ξένοι δεν έπαιξαν ποτέ κανένα αρνητικό ρόλο στην ιστορία μας ή και αν έπαιξαν είχαν πάντοτε πολύ καλούς, ανώτερους λόγους.
Όπως και στην πρώτη περίπτωση η τοποθέτηση αυτή μπορεί βιαστικά να αποδοθεί σε υπέρμετρη «ξενοφιλία» ή ακόμα και ... «ανθελληνισμό». Και πάλι θα διαφωνήσω. Ένας παράγοντας είναι και πάλι κατά την γνώμη μου η άγνοια, αυτή την φορά του δικού μας πολιτισμού και ιστορίας. Ένας δεύτερος είναι η απόλυτη λογική στις κρίσεις για το τι είναι «καλό» και «κακό», ο στενός ορισμός του πολιτισμού αλλά και η τάση για ερμηνεία της ιστορίας από ένα και μόνο οπτικό πρίσμα. Εξίσου σοβαρό όμως αίτιο είναι και πάλι μια «επαρχιώτικη» νοοτροπία, αντίθετη από την προηγούμενη. Η λογική του χωριάτη που επισκέπτεται την μεγάλη πόλη και θαμπώνεται από τα φώτα της τόσο ώστε να μην μπορεί να δει την ουσία της και τα όποια προβλήματά της. Ή του μετανάστη που όταν γυρίζει κάποια στιγμή στον τόπο του (με την απαραίτητη ΒΜW) έχει κάθε συμφέρον (ή έτσι νομίζει) να εξυψώνει την παραμονή του στο εξωτερικό αφού αυτός, αντίθετα από του άλλους συντοπίτες του «ήταν εκεί», «πήρε τα φώτα» τους. Ανάλογη η περίπτωση και κάποιων που φοίτησαν έξω, και προσπαθούν να εξαργυρώσουν το ξένο πτυχίο τους, εξιδανικεύοντας την κατάσταση εκεί και μειώνοντας την κατάσταση εδώ. [ Πριν θιχτεί κάποιος: Έχω κάνει μεγάλο μέρος των σπουδών μου εκτός Ελλάδας και έχω εργαστεί επιτυχημένα για πολλά χρόνια σε Ευρωπαϊκές χώρες σε μάλλον ζηλευτές θέσεις. Έχω όμως συναίσθηση των περιορισμών της Ελλάδας, γνωρίζω ότι υπάρχουν και .. εγχώριας παραγωγής ταλαντούχοι άνθρωποι και δεν περιμένω να με υποδεχθούν σαν σωτήρα.].
Είναι κατά την γνώμη μου φανερό ότι και οι δύο αυτές αντιλήψεις έχουν σαθρές βάσεις, βασίζονται σε σοβαρές υπεραπλουστεύσεις, αυθαίρετες παραδοχές και μισές αλήθειες, αναμεμιγμένες με μεγάλη δόση συναισθηματισμού. Αν οι ξένοι είναι τόσο αφελείς ή ανίκανοι τότε γιατί βρίσκονται σε καλύτερη θέση από εμάς; Η ευνοϊκή ιστορική συγκυρία από μόνη της δεν μπορεί να αντικαταστήσει τις ικανότητες, και σίγουρα ποτέ τίποτα πολύ σημαντικό δεν έγινε από βλάκες. Από την άλλη, το να αμφισβητεί κανείς τις ιδιαίτερα δυσμενείς συνθήκες στις οποίες βρέθηκε ο λαός μας (όπως και άλλοι λαοί της περιοχής μας) σε βάθος εκατονταετιών είναι ιστορική εθελοτυφλία. Δεν βρίσκουμε στην Αθήνα αρχιτεκτονικά αριστουργήματα 250 ετών (και βάλε) όπως πχ. στην Βιέννη, γιατί η πρώτη δεν ήταν τότε πρωτεύουσα μια κραταιάς αυτοκρατορίας, αλλά υπό ξενικό ζυγό. Από την άλλη πάλι δεν μπορούμε να θεωρούμε υπεύθυνη την ... Τουρκοκρατία (ναι, έχουν ακουστεί και αυτά) για την σημερινή κατάσταση της οικονομίας ή για την άναρχη δόμηση του ’60. Κάνοντας όμως πάλι στροφή είναι ουτοπικό να περιμένουμε η Ελλάδα να βρεθεί ξαφνικά στα επίπεδα της Βρετανίας ή της Δανίας, χωρών με εντελώς διαφορετική ιστορία. Και ας μην ξεχνάμε ότι η πρόοδος της χώρας μας μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, παρόλο που απέχει πολύ από αυτό που θα μπορούσαμε, φαντάζει εντυπωσιακή στα μάτια πολλών Ευρωπαίων.
Θα μπορούσαμε να παίζουμε αυτό το γαϊτανάκι για ώρες αλλά νομίζω καταλαβαίνετε τι εννοώ. Θα έρθω λοιπόν σε εκείνα τα εισαγωγικά γύρω από το «Ευρωπαϊκός» ή «Δυτικός» όσον αφορά τον πολιτισμό. Το θέμα είναι τεράστιο και δεν θα αγγίξω την ουσία του εδώ. Θα παρατηρήσω όμως ότι δεν υπάρχει ένας αυστηρά οριοθετημένος Ευρωπαϊκός και πολύ περισσότερο Δυτικός πολιτισμός για να αντιπαραβάλουμε με τον δικό μας. Ούτε κανείς δικαιούται να μονοπωλεί τίτλους κυριότητας. Ο Ευρωπαϊκός πολιτισμός δεν περιορίζεται στον συχνά προβαλλόμενο της Δυτικής και Βόρειας Ευρώπης αλλά περιλαμβάνει και αυτόν της Νότιας, Κεντρικής και Ανατολικής. Η δε Δυτική Ευρώπη ανακαλύπτει τα τελευταία χρόνια, με αλλεπάλληλες εκθέσεις και εκδόσεις βιβλίων ότι, το Βυζάντιο για παράδειγμα είναι εξίσου Ευρώπη με την Ρώμη. Η Ελλάδα, μια από τις εσχατιές της Δύσης, είναι ταυτόχρονα και ένας από τους μεγαλύτερους συνεισφορείς στον πολιτισμό της και δεν έχει κανένα λόγο να αυτοδιαχωρίζεται από αυτήν. Σε πρακτικό επίπεδο, φράσεις όπως «στην Ευρώπη ο νόμοι είναι έτσι» ή «οι πόλεις φτιάχνονται έτσι» είναι άσχετες γενικεύσεις καθώς οι χώρες, αλλά ακόμα και περιοχές εντός της ίδιας χώρας, διαφέρουν πολύ μεταξύ τους. Δεν είναι ίδιο το Βρετανικό με το Γερμανικό δίκαιο και τα όποια κοινά στοιχεία διαθέτουν τα μοιράζεται και το Ελληνικό.
Πέρα όμως από ανεδαφικές οι δύο αυτές ακραίες τοποθετήσεις είναι και επιζήμιες. Η πρώτη γιατί στενεύει απελπιστικά τους ορίζοντες του πολιτισμού μας αλλά και του μυαλού μας. Μας αποστερεί από ιδέες που έχουν ήδη αποδείξει την αξία τους αλλά και από λύσεις που δεν χρειάζεται να ξανανακαλυφθούν. Μας απομονώνει σε μια εποχή που κάτι τέτοιο μπορεί να αποδειχθεί επικίνδυνο.
Η δεύτερη γιατί μέσα από μία ψευδή εικόνα για τους άλλους και τον εαυτό μας μπορεί να μας οδηγήσει σε λάθος δρόμους, στο κυνήγι μιας χίμαιρας, όπου το ιδανικό γίνεται ο μεγαλύτερος εχθρός του καλού. Μας παρασύρει στην επίλυση ανύπαρκτων προβλημάτων, στην εφεύρεση λύσεων πιθανώς ακατάλληλων για την πραγματικότητά μας όπως και στην υιοθέτηση μέτρων που μπορεί να είναι απλά λάθος αλλά ακολουθούνται από μιμητισμό. Το χειρότερο όμως είναι ότι μειώνει την αυτοεκτίμηση μας, την πίστη μας στα θετικά στοιχεία του ιδιαίτερου πολιτισμού μας (που είναι πολλά), και καλλιεργεί τον αρνητισμό και την μιζέρια.